Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Ο Ηλίθιος


«Ντοστογιέφσκι έχεις διαβάσει;»

Καθόμουν βολικά στους τεράστιους ξύλινους καναπέδες της νέας παραλίας και για λίγο -μπορώ να το πω- είχα απορροφηθεί στις ενοχλητικά, η αλήθεια είναι, λευκές σελίδες του φρεσκοξεκκινισμένου βιβλίου μου. Τα μικρά μαύρα γράμματα χοροπηδούσαν στις αραιές γραμμές, όπως τα μικρά κυμματάκια στα ρηχά του θερμαϊκού. Ήλιος. Γαλάζιο. Αεράκι. Κι εγώ στη γωνιά του καναπέ, εκεί που έπεφτε τσιγκούνικη η σκιά του διπλανού δεντρυλίου, σαν μαλωμένος με τον ήλιο που φώτιζε δίπλα μου αφειδώς το ξεπετσιασμένο ξύλο.

Άπλωσα τη δεξιά παλάμη και τη σφήνωσα ανάμεσα στις σελίδες, ανασηκώνοντας τη ματιά μου που πάλευε για εστίαση απ' τα κοντινά των γραμμάτων στα μακρύτερα, στοχεύοντας προς την κατεύθυνση της φωνής.

«Ορίστε;»

Όχι πως δεν είχα ακούσει την ερώτηση, αλλά, να, προσπάθησα να κερδίσω λίγο χρόνο μέχρι να καταλάβω ποιος μιλάει και γιατί τόσο ενδιαφέρον στην αφεντιά μου.

«Έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι;»

Είχε αντιστρέψει τώρα την ερώτηση, με πιο καθαρή και αργή άρθρωση. Κοντούλης, μεσήλικας και άνω, τριγύρω στα 65 μάλλον. Με χοροπηδηχτά βήματα ερχόταν γοργά από τ' αριστερά, κάτι που το είχα καταλάβει προτού να κοιτάξω από τη φωνή που ζύγιαζε.

Συνήθως δεν ασχολούμαι με κάτι τέτοιους. Μου 'ρθε αυτόματα στη μνήμη ένα ταξίδι με τραίνο για Θεσσαλονίκη, ένα βράδυ, σ' ένα κουπέ. Το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ που κρατούσα ανοιχτό στις παλάμες μου είχε ενοχλήσει τον απέναντι και μου 'πιασε κουβέντα γεμάτος ειρωνεία, αραδιάζοντας κομματικές αριστερο-μπαρούφες για τον συγγραφέα. Για να το βουλώσει ένα λεπτό αργότερα, όταν στην επίμονη ερώτησή του για τις σπουδές μου, εγώ του απάντησα με πλήρη ειλικρίνεια... εντάξει, και μια δόση κομπασμού είναι η αλήθεια!

«Ναι, αμέ!»

Νόμιζα ότι το είχα κόψει το "αμέ". Να πω την αλήθεια -ξανά- πρέπει να πήγαινα ακόμα σχολείο, με κοντά παντελονάκια και άσπρη κάλτσα, την τελευταία φορά που αποκρίθηκα έτσι. Και το 'ξερα ότι κάτι παιδικό ξεκλείδωσε μέσα μου όταν πριν μέρες πίσω από την αγια-Σοφιά άκουσα μια κοπελίτσα να ανασύρει από τη μνήμη μου μια ακόμα ξεχασμένη από τα χρόνια ατάκα, "άσ' τα, βράσ' τα!". Και παγιώθηκε μέσα μου βγαίνοντας τις προάλλες από το μάθημα ιταλικών, παρατηρώντας ένα δεκάχρονο κοριτσάκι να επιστρέφει σπίτι της απ' το παιχνίδι, βαρύ απόγευμα κιόλας. "Μαμά πεινάω!". "Έλα, έχει φαγητό". "Θα μου δώσεις να πάρω παγωτό;...".

Δεν είχε σταματήσει να περπατά χοροπηδώντας στα λευκά του παπούτσια, κατάλληλα για άνετο και απεριόριστο περπάτημα. Σαν αυτά που ποτέ δεν εδέησα να πάρω, μένοντας για πάντα με τα πολυφορεμένα asics μου. Φορούσε κι ένα από κεινα τα καπελάκια τύπου τζόκεϋ, με το λεπτό ύφασμα και το εντελώς ίσιο γείσο και μάλιστα λίγο πιο ψηλά στο κεφάλι, όπως χαρακτηριστικά κάνουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία. Κι από κάτω ανοιχτόγκριζα βερμούδα και λευκό polo μπλουζάκι. Μια χαρά φαινόταν να κρατιέται.. εμ.. με τόσο περπάτημα πώς να μην.

«Τον Ηλίθιο τον έχεις διαβάσει;»

Αυτό κι αν δεν περίμενα να με ρωτήσει. Ήδη εδώ και δέκα δευτερόλεπτα, απ' την πρώτη στιγμή μου τράβηξε το βλέμμα με την πρώτη του ερώτηση, προσπαθούσα να καταλάβω τι να ήθελε, πού άραγε το πήγαινε. Στην αρχή ένας συγκεκριμένος συγγραφέας. Και τώρα η αναφορά σ' ένα συγκεκριμένο τίτλο. Κι άραγε είχε δει που διάβαζα κάτι πολύ πιο πεζό και ήθελε λίγο να κορδωθεί απέναντί μου; Γιατί όπως και να το κάνουμε, ο Ίαν Ράνκιν είναι πολύ ..μπας-κλας κόντρα στον Ντοστογιέφσκι και φυσικά μια non-Τζον Ρέμπους- ιστορία του ούτε για ανακυκλωμένο χαρτί για το οπισθόφυλλο του Ηλίθιου δεν θα περνούσε!

Κοντοστάθηκα, άργησα η αλήθεια ξανα-είναι, να επεξεργαστώ το άκουσμα του τίτλου και να αναζητήσω στα βάθη των μνημών μου την απάντηση. Μα φυσικά..

«Ναι..»

Ήταν σχεδόν Νοέμβρης του '06 όταν αναχωρούσα από τη Θεσσαλονίκη για τη στρατιωτική θητεία. Ένα κρύο βράδυ στο ΚΤΕΛ, ο αποχαιρετισμός στα ..όπλα. Στην φοιτητική 8ετία. Εκεί, έξω από το λεωφορείο η Κ. με το δώρο της ανα χείρας, "για τις δύσκολες ώρες στο στρατό". Και πράγματι, στις 6 εβδομάδες στη Θήβα, μεταξύ αγγαρειών και πειραγμάτων, είχα καταφέρει εύκολα τους δυο τόμους του Ηλίθιου. Το δύσκολο ήταν το στρίμωγμά τους στο ασφυκτικά τεζαρισμένο σακίδιο..  Ήταν όμως ακριβώς αυτό που έπρεπε, ό,τι πιο αταίριαστο ανάγνωσμα για το στρατό. Τέλεια!

«Εγώ είμαι αυτός!»

..μου ξεφούρνισε και ήδη απομακρυνόταν προς τα δεξιά μου, γυρνώντας όλο και πιο πολύ το κεφάλι του μη χάσει κάτι από το αποσβωλομένο βλέμμα μου. Έτσι χοροπηδηχτά και χαρωπά όπως είχε πλησιάσει.

Σήκωνε πολύ συζήτηση αυτό το "εγώ είμαι αυτός". Ότι είναι ηλίθιος; Αλλά αν είχε πράγματι διαβάσει κι εκείνος το βιβλίο (για να ρωτάει..), τότε αν εννοούσε ότι ήταν ο Ηλίθιος, μόνο ηλίθιος δεν είναι! Μου ξέφυγε ένα ηχηρό..

«Χμ..»

..σκεπτόμενος τον πρίγκιπα Μίσκιν, τον Ηλίθιο, που προσπαθούσε να συμβιβάσει τον έρωτά του για την Αγλαΐα Ιβάνοβνα και την παθολογική συμπόνοια του για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, την ώρα που και οι δυο τον αγαπούσαν διεκδικητικά. Ο πρίγκιπας Μίσκιν. Ένα άτομο που, αν και οι γύρω του τον θεωρούσαν ηλίθιο, αυτός μάλλον δεν στερούνταν καθόλου ευφυΐας. Το αντίθετο μάλιστα. Αλλά οδηγήθηκε στην πνευματική κατάρρευση, λόγω του ότι ήταν συναισθηματικά ιδιαίτερα ευάλωτος. Ο ίδιος ο Μίσκιν απορούσε «πώς γίνεται να είμαι εγώ ηλίθιος, την ώρα που από μόνος μου καταλαβαίνω πως ο κόσμος μ’ έχει για ηλίθιο;».

Ο Ηλίθιος. Ένας χαρακτήρας ταυτισμένος με τον πόνο και τη συμπόνοια ταυτόχρονα. Που βρέθηκε μπροστά σε αινίγματα και απορίες, και όπως ο κάθε «ηλίθιος» άνθρωπος βάλθηκε να τα λύσει. «Ξάφνου τον κυρίευσε μια τρομερή επιθυμία να παρατήσει τα πάντα εδώ και ο ίδιος να φύγει, να γυρίσει πίσω, εκεί απ’ όπου ήρθε ή και μακρύτερα ακόμη. Προαισθανόταν πως αν έμενε εδώ, τότε θα ταυτιζόταν αμετάκλητα μ’ αυτόν τον κόσμο και στο εξής ο κόσμος αυτός θα γινόταν δικός του. Αμέσως αποφάνθηκε πως θα ήταν μικροψυχία αυτό, ότι έχει απέναντί του τέτοια προβλήματα, που τώρα πια δεν έχει καν το δικαίωμα να μην τα λύσει».

«Μήπως δεν είμαι κι εγώ ο Ηλίθιος;»

..αναρωτήθηκα σιωπηλά και απέσυρα τα μάτια μου από τον χοροποδηχτούλη κύριο που συνέχισε το άπειρο περπάτημά του, μες στο καταμεσήμερο της καλοκαιριάτικης τούτης μέρας.

«Μα την αλήθεια, είμαι εγώ ο Ηλίθιος!»

«Μα γίνεται στ' αλήθεια να είμαστε δυστυχισμένοι; Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να περάσεις πλάι από ένα δέντρο και να μην είσαι ευτυχισμένος που το βλέπεις. Να κουβεντιάζεις μ’ έναν άνθρωπο και να μην είσαι ευτυχισμένος που τον αγαπάς!».

* Οι χρωματιστές πλαγιαστές παραπομπές είναι αποσπάσματα από το ομώνυμο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, όπως τις δανείστηκα απο μια εξαντλητική κριτική του βιβλίου που βρήκα εδώ.

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος4/6/12, 8:40 μ.μ.

    Τελικά ήταν ο Ραγκόζιν...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μάλιστα, ναι. Άρα αυτός κατέληξε να ..σκάβει χιόνι στα κάτεργα της Σιβηρίας, χε!
    ΟΚ, τώρα συμπονώ και τείνω να ομοιάζω ακόμα περισσότερο στον "Ηλίθιο" Μίσκιν. η τελική παραφροσύνη να μου λείπεται μόνο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή