Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

του ανέμου λόγια

«Μη μείνουμε μόνο να ρουφάμε μια ζωή τις ανάσες των βιβλίων, αντί για τα χείλη τα κερασένια κάποιας ξωθιάς», έφτασε με μια δόση ισχυρά ποιητική το μήνυμα του Αντώνη στο viber. Ήταν η απάντησή του στον δικό μου ενθουσιασμό από την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος του Ισίδωρου Ζουργού, Ανεμώλια· στα αναπάντεχα δάκρυα που φούσκωσαν στις κόγχες μου και μούσκεψαν το μαξιλάρι τούτο το μουντό απόγευμα.  Και σ' αυτό το εσώτερο άδειασμα που συνοδεύει την τελευταία σελίδα, λες και όλη η ζωντάνια μας εγκλωβίζεται στα κενά μεταξύ των σελίδων, ανάμεσα στις γραμμές και στα γράμματα, κάθε που κλείνει ερμητικά το οπισθόφυλλο και το βιβλίο παίρνει τη θέση του στη μικρή βιβλιοθήκη.

«Τα βιβλία σπάνια απογοητεύουν», σε αντίθεση με τους ανθρώπους ήθελα να πω, «η συντροφιά τους μένει τίμια ως το τέλος». Μα και ποιος δεν ορέγεται τέτοια χείλη! Ονειρεμένα..

Σαν τα όνειρα που αναφέρει η γλυκιά αφιέρωση της Μαρίνας, να τα ζω με μάτια ανοιχτά και χαμόγελα.

«Η κάθε μέρα που έρχεται μοιάζει με τον άνθρωπο· ο εικοσιτετράωρος κύκλος υπομνηματίζει, ή μάλλον υπαινίσσεται, τον ίδιο τον κύκλο της ζωής του. Τα πρωινά έχουν ένα βρεφικό ψέλλισμα, απ' τα πουλιά συνήθως, ένα αντανακλαστικό τίναγμα στα πόδια κι ένα κλάμα, όπως η ώρα που ξεκινούν τα αστικά λεωφορεία. Τα πρωινά έχουν ένα σαλιωμένο δάχτυλο και μια αθωότητα, γιατί ο άνθρωπος στο ωράριό του είναι ανεξίκακος, οι άνθρωποι αμαρτάνουν συνήθως την ώρα της σχόλης. Το μεσημέρι πάλι ταυτίζεται με το μεσουράνημα του ανθρώπινου κόπου. Το απόγευμα προοιωνίζεται τα γηρατειά, την απελπισία της μέσης ηλικίας, όπως είναι η δική μου. Το σούρουπο καλεί τον χάλκινο ύπνο».
σημειώνω από τις σελίδες του βιβλίου, τούτη ακριβώς την ώρα που στο ραδιόφωνο ο Neil Young κεντάει τις νότες σε παλιό αγαπημένο τραγούδι και ο εγκέλαδος κουνάει τραπέζια, τρίζει πιάτα και κεντρίζει συναγερμούς αυτοκινήτων, πενήντα ένα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ακριβώς. Ρίχνω τη ματιά μου έξω από το στρογγυλό σαν φινιστρίνι παράθυρο της κουζίνας να επιβεβαιώσω ότι η γειτονιά στέκει στη θέση της. Τα μπαλκόνια παραμένουν σκοτεινά και ήσυχα, το κούνημα του σεισμού μάλλον νανούρισμα θα προκάλεσε παρά άκαιρο ξύπνημα. Όμως
«Οι ουρανίωνες θεοί δεν ησυχάζουν ποτέ και το εργαστήρι της μοίρας μας διανυκτερεύει».
όπως διανυκτερεύω τώρα κι εγώ γράφοντας αυτό το σημείωμα, αυτή τη μαρτυρία μεταξύ ξενυχτιού, σεισμού και ραδιοφώνου, παραβαίνοντας τον άγραφο εργασιακό κανόνα μου να μην αγρυπνώ εν μέσω βαρδιών.
«Η κάθε παράβαση των κανόνων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξέσπασμα της εσωτερικής ελευθερίας. Η μοιχεία, το έγκλημα, η οδική παράβαση, ένα σκουπίδι σ' ένα καθαρό πεζοδρόμιο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι αφροί της ψυχής όταν εκείνη είναι ταραγμένη, γιατί η κάθε μέρα είναι προπέλα που γυρνάει ακατάπαυστα και τη βασανίζει όπως τα καράβια τα νερά της θάλασσας».

Συμμαζεύω κι εγώ την κυματισμένη ψυχή μου κι οδεύω προς τον γλυκό -όχι βέβαια τον χάλκινο*, όχι ακόμη!- ύπνο. Να ετοιμαστεί για την αυριανή προπέλα που θα γυρνά για άλλη μια φορά ακατάπαυστα. Τσαλακώνω και πετώ το πηγαινέλα εισιτήριο του μετρό προς αεροδρόμιο που τέλεσε χρέη σελιδοδείκτη για μια βδομάδα στα Ανεμώλια*. Ρίχνω άλλη μια ματιά στην ολιγόφωτη γειτονιά απ' το φινιστρίνι της κουζίνας και σβήνω το φως. Συγκρατώ τα μάτια μου ανοιχτά και χαμογελώ, περιμένοντας τις ξωθιές και τα όνειρα. Μέχρι να 'ρθουν, και σαν τελευταία πράξη τούτης της μέρας, διαλέγω τον επόμενο Ζουργό από τη στοίβα των βιβλίων που μαζεύτηκαν στο κομοδίνο.


* χάλκινος ύπνος στην Ομηρική γλώσσα είναι ο θάνατος,
ανεμώλια είναι τα ανεμώδη λόγια, τα επιπόλαια.

Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, εκδ. Πατάκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου