Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Time won't wait for me


Το δωμάτιο βρισκόταν στο τέλος του μακρόστενου διαδρόμου, στο πίσω μέρος ενός άνετου σπιτιού, με ξεχωριστή κουζίνα, μεγάλο χωλλ εισόδου και σαλόνι στη φάτσα του κτιρίου, όπου η θέα από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου ήταν ανεμπόδιστη προς το κέντρο της πόλης και το λιμάνι. Το εσωτερικό περιείχε ένα κρεβάτι με ξύλινο ανοιχτοκίτρινο πλαίσιο, μια μεγάλη ντουλάπα σε όλο το μήκος του τοίχου και ένα γραφείο κατακλυσμένο από μια παλαιού τύπου οθόνη υπολογιστή με τα παρελκόμενά του. Η καρέκλα απουσίαζε. Απέναντι από το γραφείο υπήρχε μια βιβλιοθήκη ξεχειλισμένη από παιχνίδια και βιβλία κιτρινισμένα από το πέρασμα του χρόνου και του ήλιου που απλόχερα έμπαινε από την πλαϊνή μπαλκονόπορτα. Η τελευταία οδηγούσε σε ένα μικρό στενό μπαλκόνι που κοιτούσε στον πίσω ακάλυπτο και χρησίμευε για το άπλωμα των ρούχων πάνω σε παράλληλα σύρματα τα οποία είχαν δεθεί στα κάγκελα για το συγκεκριμένο σκοπό. Στους τοίχους διάσπαρτες φωτογραφίες από οικογενειακές στιγμές και βυζαντινές εικόνες. Δίπλα από την ανοιχτή πόρτα ένα κάδος άχρηστων χαρτιών πάνω στο ξύλινο λουστραρισμένο πάτωμα.

Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στενό, μακρύ όσο έπρεπε, με ιδιαίτερα σκληρό στρώμα. Δίπλα στο κεφάλι μου, όρθιο στον τοίχο, το μαξιλάρι που δεν χρησιμοποιούσα λόγω του υπερβολικού πάχους και της ακαμψίας του. Με γυρισμένη την πλάτη στην πόρτα του δωματίου, στο δεξί πλευρό με το δεξί χέρι να τελεί χρέη μαξιλαριού και τα πόδια ελαφρώς λυγισμένα, κοιμόμουν τον δύσκολο ύπνο του μεσημεριού που τόσο είχα πεθυμήσει εκείνη την κουραστική πρώτη μου μέρα στο νησί.

[♪] the dreams of the night time will vanish by dawn [/♪]

Τον είδα πρώτα σαν στον ύπνο μου. Είναι εκείνη η παράξενη αίσθηση ότι κάτι, κάποιος σε παρακολουθεί σαν κοιμάσαι και με τη βεβαιότητα αυτή γυρνάς το κεφάλι και τον βλέπεις μπρος σου. Άνοιξα τα μάτια εστιάζοντας στον κοντινό τοίχο που ορθωνόταν λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι μου. Κι αν έχω συνηθίσει πλέον λόγω ωραρίων μερικές στιγμές μεσημεριανού ύπνου, δεν έχω καταφέρει ως τώρα να συνηθίσω το vertigo των πρώτων λεπτών του ξυπνήματος. Αφουγκράστηκα την αναπνοή μου, προσπάθησα να ξεπεράσω τη θολούρα των πρώτων λεπτών που ο εγκέφαλος διατρέχει όλες τις φάσεις μεταξύ νωχελικότητας και εγρήγορσης· και συνειδητοποίησα χωρίς έκπληξη ότι ήταν εκεί. Με κοιτούσε, με παρατηρούσε, ήμουν σίγουρος γι' αυτό, χωρίς καν να τον κοιτάξω. Σιγά σιγά έστρεψα το σώμα μου σε ανάσκελη θέση. Χαμήλωσα αργά το βλέμμα προς την πόρτα και τον είδα να στέκεται έξω από αυτήν· λίγα μόλις εκατοστά.

Ήτανε σιωπηλός, σχεδόν ντροπαλός θα έλεγε κανείς. Ακίνητος στήριζε το κορμί του στον πλαϊνό τοίχο ή τουλάχιστον τον άγγιζε με τον δεξί του ώμο. Στα χέρια του κρατούσε ένα λούτρινο κίτρινο παπάκι, περασμένο από την κόκκινη θηλιά στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού. Φορούσε λευκή φανέλα με λεπτές τιράντες και ασορτί εσώρουχο. Τα πόδια γυμνά από τους μηρούς μέχρι τις πατούσες απολάμβαναν το δροσερό μωσαϊκό. Μόλις το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου, παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ευθύ και έπειτα χαμήλωσε στα ποδαράκια του. Αυτά έκαναν δυο τρεις ανεπαίσθητες κινήσεις και βημάτισαν αθόρυβα λίγα εκατοστά προς τα πίσω. Έφερε ξανά το κεφάλι και το βλέμμα σε όρθια θέση και με κοίταξε κατάματα. Εγώ είχα ήδη έρθει σε ημιπλαγιαστή θέση ακουμπώντας τον αριστερό αγκώνα στο στρώμα, ανασηκώνοντας το κορμί μου. Συνεχίσαμε να κοιτιόμαστε σιωπηλά. Ήμουν ο πρώτος που έσπασα τον κανόνα των βλεφάρων, της ακινησίας και της σιωπής. Όλα ταυτόχρονα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, του έγνεψα με το δεξί χέρι λέγοντάς του έλα 'δω! ψιθυριστά. Η αντίδρασή του ήταν να κάνει λίγα ακόμη βήματα προς τα πίσω. Μετά ξανά σιωπή, που συνοδεύτηκε από λίγα ντροπαλά βήματα εμπρός.

[♪] hours are like diamonds, don't let them waste [/♪]

Κάθε έλα και όπισθεν, κάθε σιωπή και μπρος. Είχαμε αποκαταστήσει μια κάποιου είδους επικοινωνία, έναν κώδικα ανταλλαγής σιωπηλών μηνυμάτων, που δεν θα μπορούσαν να είναι και αλλιώτικα μιας και το στόμα του σφράγιζε μια πιπίλα κρεμαστή με πλαστική αλυσίδα από την τιράντα της φανέλας του. Θα μείναμε σ' αυτές τις στάσεις περισσότερο από δέκα λεπτά ή έτσι γιγαντώθηκε στην αίσθησή μου το πέρασμα αυτών των λεπτών, διανθισμένων από μνήμες και επιθυμίες που εκπληρώνονταν, να ξαναδώ, να ξανανιώσω τους δικούς μου έπειτα από τρεις μήνες απόστασης. Και πιο πολύ εκείνον. Τον μεγάλο απ' τους μικρούς, με τα γαλανά μάτια και τις καφετόξανθες μπούκλες, που στην αρχή κάθε δυο-τρεις μήνες που επέστρεφα να τον δω, και παρότι με αναγνώριζε και παρότι συχνά με αναζητούσε και με έβρισκε στο τηλέφωνο, έπρεπε να κάνω όλα τα βήματα της προσέγγισης από την αρχή.

Πίστευα ότι είχαμε πια ξεπεράσει αυτό το στάδιο της ντροπής της πρώτης επαν-επαφής. Πίστευα ότι δεν θα χρειαζόταν άλλη προσπάθεια από μέρους μου, ότι πλέον θα αποτελούσα για εκείνον ένα οικείο πρόσωπο άμεσης αναφοράς. Όπως το ίδιο πίστευα ότι γινόταν σιγά σιγά και με τη μικρή μου μπουμπού που αγαπώ και συναντώ το ίδιο τακτικά και έντονα. Με τη μπουμπού ακόμα δυσκολεύομαι. Με τον μικρούλη πολύ λιγότερο· κάθε φορά και καλύτερα. Οι μέρες μου όμως μακριά τους είναι συχνά από ανεξήγητες έως ανυπόφορες. Η αγάπη τους με συγκινεί, οι ντροπές τους με γλυκαίνουν.

[♪] time waits for no one, and it won't wait for me [/♪]

Ύστερα, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα στα πνευμόνια του, ξεφύσηξε φωναχτά με αναστεναγμό, στράφηκε και χάθηκε στον μακρόστενο διάδρομο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου