Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Fear of the ..park!


Γιατρέ, νιώθω ένα φόβο, έναν έντονο φόβο τις τελευταίες μέρες..

Σ' ακούω πολύ καθαρά. Πες μου λοιπόν, πώς εκφράζεται αυτός ο φόβος;

..ή μάλλον τις νύχτες, όχι τις μέρες. Βλέπω όνειρα άσχημα, παράξενα όνειρα ξέρετε.

Περίγραψέ μου ένα από αυτά. Τι είναι αυτό που βλέπεις;

Το ίδιο και το ίδιο όνειρο ξανά, κάθε φορά και πιο παραστατικό, όλο και πιο έντονο, όλο και πιο ζωντανό... Είναι μεσημέρι. Απογευματάκι δηλαδή. Ο ήλιος ακάλυπτος χτυπάει ενοχλητικά. Κάνει ζέστη, φοράω κοντομάνικο t-shirt που κολλάει πάνω μου. Θα 'ναι καλοκαίρι λοιπόν, χεχ! Τέλος πάντων η ατμόσφαιρα είναι ενοχλητική. Αποπνιχτική. Γεμάτη υγρασία και καυτή ζέστα. Λαμπάδα που έλεγε κι ο παππούς μου! Γιατί δε φοράω βερμούδα; Δε φοράω βερμούδα.. ποιος ξέρει γιατί.. κανονικά θα 'πρεπε να....

Πες μου πού βρίσκεσαι.. τι βλέπεις μπροστά σου;

Ναι, ναι.. εμ.. προχωρώ σ' ένα δρομάκι, όχι πολύ στενό. Μάλλον ανοιχτό είναι. Δεν κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα. Μάλλον κανένα δεν κυκλοφορεί, δεν επιτρέπεται. Βλέπω όμως ανθρώπους πολλούς. Πάνε έρχονται. Και παιδιά, αμέτρητα παιδιά! Ξεφωνάζουν, γελάνε, τρέχουν. Παιδιά χωρίς γονείς, χωρίς μεγάλους. Κι όμως τόσο χαρούμενα. Στα χέρια κρατούν παγωτά και κοκακόλες, κι ένα χαρτάκι σφιχτά στ' αριστερό. Πάνε από 'δω κι από 'κει συνέχεια κι εγώ τους χαζεύω.

Κοίταξε τριγύρω.. ωραία.. πες μου τώρα.. τι άλλο βλέπεις;

Στ' αριστερά μου βλέπω νερά. Μια λιμνούλα είναι, ναι. Και ρυάκια που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν. Και μες στα ρυάκια κυλάνε σχεδίες, ξύλινες σχεδίες, και άλλα αμέριμνα παιδάκια πάνω στις σχεδίες πλατσουρίζουν στα νερά. Χμ! και πιτσιλιούνται.. εμ, φυσιολογικό με τέτοια κάψα.. κι αυτό το 'λεγε ο παππούς μου. Θέλω κι εγώ ν' ανέβω στη σχεδία, θέλω κι εγώ! Πλησιάζω και περιμένω την επόμενη να 'ρθει να με πάρει. Σε δευτερόλεπτα είμαι πάνω στη σχεδία και σκίζω τα γάργαρα νερά. Είναι τ-τ-ττέλεια γιατρε! Το αεράκι, οι δροσερές σταγόνες.. χαλάλι ο ήλιος! Αλλά ξάφνου η καρδιά μου χτυπάει ασύμμετρα.

Γιατί; Τι είναι αυτό που προκαλεί το καρδιοχτύπι;

Η σχεδία αρχίζει και ανεβαίνει γιατρέ. Το ρυάκι ανεβαίνει και η σχεδία ακολουθεί. Τώρα είμαστε πάνω στην πλαγιά και ανεβαίνουμε ασθμαίνοντας. Αργά... βασανιστικά αργά! Και το καρδιοχτύπι όλο και μεγαλώνει. Τώρα αρχίζω και βλέπω την κορυφή του λόφου.. πού θα πάμε; Θα συνεχίσουμε; Δε γίνεται.. δε βλέπω την άλλη μεριά.. θα πέσουμε; Πού πάμε; Θα πέσουμε!! Ααααα!!!!!....

Τι έγινε ακριβώς;

Πέσαμε...

Ααα.. και μετά;

Και μετά συνεχίσαμε. Φοβήθηκα. Φοβήθηκα πολύ. Τώρα όμως ξανα-ηρέμησε η καρδιά μου. Ναι, ναι, τώρα χτυπάει σχεδόν κανονικά. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω το προηγούμενο. Το νερό τελειώνει. Κατεβαίνω από τη σχεδία και πατάω σε στεριά, ουφ! Τι τρομάρα κι αυτή..

Αυτό είναι όλο;

Όχι... Τώρα βλέπω στο βάθος ένα τεράστιο στύλο. Πηγαίνω προς τα 'κει. Με μαγνητίζει κυριολεκτικά, θέλω να πλησιάσω. Στα δεξιά μου ξεπροβάλει ένας τεράστιος τροχός. Δεν του δίνω σημασία. Έχω το στύλο μου. Πλησιάζω, φτάνω μπροστά. Είναι ψηλός, πολύ ψηλός. Κι έχει κάτι παράξενο. Γύρω-γύρω έχει πολυθρόνες, πιασμένες όλες μαζί με μια βάση. Και οι πολυθρόνες πάνε πάνω-κάτω! Συνέχεια.. πάνω-κάτω.. και γρήγορα, πολύ γρήγορα!!

Μμμ

..και με μιας κάτι με σπρώχνει και με βάζει σε μια από αυτές τις πολυθρόνες και με δένει εκεί σφικτά. Τόσο σφικτά. Προσπαθώ να ξεφύγω, να λυθώ.. δε μπορώ! Δε θέλω-δε θέλω! Με σφίγγει.. παλεύω να βρω τρόπο να δραπετεύσω, να σταματήσω αυτό που πρόκειται να γίνει.. δε μπορώ, δε θέλω.. και τότε αρχίζει, αρχίζει και ανεβαίνει. Στην αρχή σιγά.. όμορφα.. τώρα επιταχύνει όμως, ωχ, Θε μου! Πού με πάει; Ανοίγω τα μάτια και βλέπω τη γη ν' απομακρύνεται βιαστικά, όλο και πιο γρήγορα όλο και πιο έντονα. Είμαι ψηλά, πολύ ψηλά και βλέπω μακριά τον ορίζοντα να χαμηλώνει.. τα παιδάκια να μικραίνουν.. τη λίμνη να χάνεται σε μια κουκίδα.. Πόσο πάνω είμαι; Κοιτώ.. βλέπω το στύλο να τελειώνει μα εγώ ακόμα επιταχύνω προς τα πάνω.. πού θα φτάσω; Πού πηγαίνω; ....ΑΑΑΑ!!!

...

Ωχ, μου ξέφυγε ένα ξεφωνητό γιατρέ, συγνώμη, αλλά... Ένα αόρατο χέρι μας σταματά στην κορυφή και μας σπρώχνει τώρα με χειρότερη ορμή προς τα κάτω! Το αίμα μου ανεβαίνει αυτοστιγμεί στο κεφάλι. Κι εγώ βυθίζομαι σε μια ανελέητη ελεύθερη πτώση χωρίς τέλος. Έχει τέλος -τι λέω- το τέλος είναι η γη, το έδαφος, που τώρα ολοένα και πλησιάζει.. με τρομακτική ταχύτητα!! Ο πισινός μου δεν ακουμπάει πλέον στην καρέκλα, σαν να 'φυγε αυτή κάτω απ' τα πόδια μου. Οι ώμοι μου πιέζονται στα σίδερα που μ' έχουν φυλακίσει σ' αυτή τη θέση. Νιώθω θα τα σπάσω και θ' αφεθώ στο κενό. Να πω την αλήθεια το θέλω. Θέλω ν' αλλάξω τη μοίρα μου τώρα! Ν' αποδεσμευτώ και να πετάξω προς τη λίμνη. Τη λίμνη που ξαναμεγαλώνει με ρυθμό γεωμετρικό. Είναι κοντά, μπορώ να τα καταφέρω.. Είμαι παγιδευμένος, δεν υπάρχει.. Δεν υπάρχει αμφιβολία, η πτώση είναι τετελεσμένη.. σίγουρη.. βίαιη.. δε θα μείνει τίποτα, αυτό είναι σίγουρο!... Ξεφωνίζω γιατρέ, ουρλιάζω με όλη μου τη δύναμη... με όση δύναμη έχει απομείνει στα πνεμόνια μου... δε γίνεται... πέφτω...έρχεται κατά πάνω μου.. πέφτω..πέφ.. αα...αααα...αααααα!!!

***

Είσαι εντάξει τώρα.. μπορείς ν' ανασάνεις κανονικά. Με ακούς; Άκου τη φωνή μου. Ωραία. Βλέπεις; Είσαι καλά. Δεν έπεσες. Είσαι ακόμη στην καρέκλα. Δεν είσαι δεμένος. Βλέπεις; Είσαι στο έδαφος, μην ανησυχείς, δεν υπάρχει στύλος εδώ. Είσαι ασφαλής. Αυτή η καρέκλα δεν ανεβοκατεβαίνει. Είσαι ασφαλής. Ανάσανε κανονικά... έτσι μπράβο! Τα πήγες πολύ καλά.

Τι πήγα γιατρέ; Τι καλά; Δε θυμάμαι.. τι είπα;

Τα πήγες υπέροχα. 

Υπέροχα, ε... Τι έχω γιατρέ; Τι μου συμβαίνει;

Τίποτα παιδί μου, μην ανησυχείς... Θα σου γράψω δυο φάρμακα να πάρεις και θα γίνεις καλά. Σύντομα θα 'ναι όλα μια κακιά ανάμνηση. Ένα σιρόπι magic park δυο φορές τη μέρα, για ένα μήνα, και μια κάψουλα 4G κάθε που θα επιστρέφουν τα ίδια όνειρα. Τα πήγες υπέροχα... δε θυμάσαι, ε;

Δε θυμάμαι.. ή μάλλον κάτι θυμάμαι.. θυμάμαι ένα τροχό πελώριο.. Πού ήταν αυτό γιατρέ; Έναν τροχό, ναι.. κι εγώ εκεί κοντά. Ανέβηκα πάνω; Δε θυμάμαι. Θυμάμαι και νερά, πολλά νερά.. πού ήμουν; Στο χωριό; στο χωριό μάλλον ε... Και ο τροχός; Κανένας νερόμυλος; Ποιος ξέρει..

Μάλλον, ποιος ξέρει...

Ναι, μάλλον.. ποιος ξέρει.... Μα.. μισό λεπτό γιατρέ.. δεν έχει νερόμυλους το χωριό γιατρέ... γιατρέ... γιατρέεεεε!!!!!!

***

Ανοίγω τα μάτια έντρομος. Είμαι ιδρωμένος. Γυμνός και ιδρωμένος. Κοκκαλωμένος στο κρεβάτι. Το κεφάλι μου στάζει μουσκεύοντας το ήδη μουσκεμένο μαξιλάρι. Είναι νύχτα. Περασμένα μεσάνυχτα σίγουρα. Στρέφω αριστερά το κεφάλι μου με δυσκολία και προσπαθώ να διακρίνω τους φωσφορίζοντες δείκτες του ρολογιού μου. Περασμένες τρεις. Η καρδιά μου ανεβοκατεβαίνει υπερωρίες στο στήθος μου κι εγώ προσπαθώ ν' απλώσω το αριστερό χέρι να ψηλαφίσω το διακόπτη. Τον βρίσκω με δυσκολία, αλλά τα καταφέρνω. Το φως ανάβει. Με τυφλώνει, αλλά τούτη την ώρα το προτιμώ από το σκοτάδι.

Προσπαθώ και βρίσκω ξανά την αναπνοή μου. Η καρδιά μου έντονη ακόμη, αλλά πιο στακάτη. Το γλιτώνω το καρδιακό σκέφτομαι. Ψάχνω σχεδόν αντανακλαστικά το βιβλίο στο κομοδίνο μου. Αντ' αυτού πιάνω ένα φυλλάδιο. Τι είν' αυτό, πού βρέθηκε εδώ; Ανασκουμπώνομαι. Το ξεδιπλώνω και διαβάζω τα μεγάλα γράμματα Magic Park και flash tower, 4G και χίλια δυο άλλα. Κοιτάζω τις φωτογραφίες. Σε μια απ' αυτές ένας στύλος. Και γύρω γύρω πράσινες πολυθρόνες, που ανεβοκατεβαίνουν. Πολυθρόνες που ανεβοκατεβ...


...και με μιας βρίσκομαι ξανά σε δεμένος σε μια καρέκλα και εκτοξεύομαι στον ουρανό! Και μετά πέφτω.. πέφτω.... πέεεεεφτωωωωωω.......πέφ..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου