Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας



Μάιος, Αλεξάνδρεια - Αμπουκίρ
Καλοκαίρι μήνας στην κοσμοπολίτικη βόρεια ακτή της μαύρης ηπείρου. Δε διαφέρει και πολύ -κλιματικά- από το νοτιότερο άκρο της δικής μας ηπείρου. Στο ανατολικό προάστιο της πόλης οι ρυθμοί πέφτουν σε ακόμη πιο ληθαργικά επίπεδα. Όλη η Αλεξάνδρεια μοιάζει αργοκίνητο γρανάζι. Δεν νιώθεις βιασύνη, δεν υπάρχει νεύρο. Οι κάτοικοι ξεκινούν αργά το πρωί τις εργασίες τους, άλλοι ρεμβάζουν από νωρίς στα τσαγερί, οι ναργιλέδες δέχονται τις πρώτες βαριεστημένες ρουφηξιές. Αυτό είναι: η πόλη έχει καβαλήσει το γρανάζι του ωροδείκτη που στρέφει απαθώς τις παρειές του στις νευρικές κινήσεις του δευτερολεπτοδείκτη. Ακόμα και τα πυκνά αυτοκίνητα εκπέμπουν μια αρχοντιά στις κινήσεις τους. Το χαλαρά δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο εκφραστή του.

Με τα χέρια φωλιασμένα στις εμπρός τσέπες του μπλουτζήν βαδίζω ρυθμικά στην αμμουδιά του Αμπουκίρ. Με το κεφάλι σκυφτό μετρώ «ποδαράκια» στη σιμιγδαλένια άμμο, όπως κάναμε μικροί στα παιχνίδια του δρόμου. Προσπαθώ ταυτόχρονα να μη λερώσω τα στρωτά μου αθλητικά, μα δεν τα καταφέρνω. Μετρώ τις νέες εμπειρίες, τις ολοκαίνουριες εικόνες από μια πόλη λιγάκι μακρινή, μα τόσο οικεία στις δικές μας παραστάσεις. Τις στιγμές που αποτυπώθηκαν στις σόλες των ολοκαίνουριων αθλητικών μου. Η έρημος και τα απομεινάρια του Έλ-αλα-Μέιν, το πολυ-τραγουδισμένο Κάιτ Μπέι, το δωμάτιο "Agatha Christie" του Cesil Hotel που μας φιλοξενεί, η Μπιμπλιοτέκα Αλεξανδρίνα, ο Αργυράκης Μπακιρτζής -η φωνή και η ψυχή των «Χειμερινών Κολυμβητών»- που ζωγραφίζει φωνητικά τα έντεχνα βράδια μας. Η παραλιακή λεωφόρος το σούρουπο.

Σε μια γωνιά στέκει ένας ευγενικός μελαχρινός. Μεσήλικας. Στο πτυσόμενο τραπεζάκι δείχνει την πραμάτια του. Κοχύλια, καβούκια, πολύχρωμα πετράδια, κοράλια και άλλα ζωντανά της θάλασσας. Μια φίλη περιεργάζεται ένα μεγάλο κόκκινο κοχύλι. Μου ζητάει μια δεύτερη γνώμη. Πού να ξέρω.. έχω χάσει και το μέτρημα στα «ποδαράκια». Αλλά ακόμα κι αυτή η αφηρημένη απάντησή μου, βεβαιώνει μέσα της την επιλογή. Έτσι είναι οι γυναίκες, όλα τα ξέρουν, απλά περιμένουν μια επιβεβαίωση. Κι η επιβεβαίωσή τους είναι η ίδια η εξομολόγηση της σκέψης τους. Ο γελαστός μελαμψός μας χαρίζει κι από έναν ιππόκαμπο, γκριζωπό, αγκαθωτό, με στριφτερή ουρά. Είναι να μην σε κερδίσει για πάντα..

Αδυνατώ να στρέψω το βλέμμα μου προς τη θάλασσα. Ο μεσημεριανός ήλιος λούζει τα ανοιχτόχρωμα νερά και ξασπρίζει στην αφράτη αμμουδιά θαμπώνοντας το οπτικό μου πεδίο. Κάπου προς τα 'κεί πρέπει να 'ναι η Κρήτη συλλογιέμαι. Σηκώνω το δεξί μου χέρι στο μέτωπο προστατεύοντας τη λοξευμένη μου ματιά. Δυο πιτσιρίκια κάνουν παιχνίδια στ' ακρογιάλι εδώ και λίγη ώρα. Τσαλαβουτούν αμέριμνα στα ρηχά καταβρέχοντας το ένα τ' άλλο. Ενίοτε σκύβουν, τραβούν κάτι απ' τη θάλασσα και ξαναδίνονται στο κυνηγητό. Κι εγώ, κοιτώντας τα, χάνομαι σε μακρινές και μπερδεμένες μνήμες απ' τα παλιά.

>>>

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών,
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν,
εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής,
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς.
Από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, «Επιφάνια, 1937», της συλλογής «Σχέδια για ένα Καλοκαίρι».

>>>

Νοέμβριος, Τρίκαλα - Ξυλοχώρι
Το Φθινόπωρο δε λέει να φύγει τούτη τη χρονιά. Ο καλοκαιρινός Σεπτέμβρης έδωσε τη θέση του σ' ένα γλυκό Οκτώβριο, που μετέθεσε τα πρωτοβρόχια στο Νοέμβρη. Τέτοια εποχή το χωριό βρίσκεται στην καλύτερη θλίψη του. Έχουν φύγει και οι τελευταίοι αργοπορημένοι να ξεχειμωνιάσουν στις πόλεις τους, ενώ η γη μόλις ολοκλήρωσε τη γέννα της.

Το δρομάκι που βγάζει έξω απ' το χωριό είναι ένα θαύμα. Χρυσοκίτρινα δέντρα εκατέρωθεν του δρόμου μπλέκουν τα κλαδιά τους στην κορφή σχηματίζοντας μια αψίδα που σε ωθεί να διαβείς από κάτω της. Απ' την πάνω μεριά εναλλάσσονται καταπράσινα έλατα και αδειανές καστανιές, απ' την κάτω οι λεπτόκορμες βαλανιδιές μάχονται ως το ρέμα. Βαδίζω μαγνητισμένος στο μαγευτικό τούνελ που χρωματίζει ο απογευματινός ήλιος. Κι αδυνατώ να συγκρατήσω την αίσθηση του χρόνου. Τίποτα στο οπτικό μου πεδίο δεν προσδιορίζει κάποιο χρόνο. Όλα μοιάζουν αιώνια, αιώνια κι όμως συγκεντρωμένα στην έντονη εκείνη στιγμή, που αχ, να 'χα τώρα τη φωτογραφική μου μηχανή να την κρατήσω για πάντα.

Δρασκελίζω κι αφήνω πίσω μου το σιγανό ρέμα που βγαίναν οι νεράιδες και βαδίζω προς τον πελεκανιό, το μέρος που άλλοτε πελεκούσαν τους κορμούς. Παραδίπλα και το νεροπρίονο, ένα υδραυλο-κίνητο πριόνι όπου ο παππούς και οι χωριανοί έκοβαν άλλοτε ελατίσια και καστανίσια κούτσουρα. Βρίσκω τη μεγάλη πέτρα ίσα με το μπόι μου κι αρχινώ να την ψηλαφίζω. Ψάχνω τα σημάδια, εδώ πρέπει να 'ναι. Παραμερίζω έναν ενοχλητικό κέδρο και ξεκολλώ τα μούσκλια που έχουν ριζώσει στην επιφάνεια της πέτρας. Τώρα διακρίνω κάτι. Δυο γράμματα, να κι άλλα δυο. Βάζω τα δάχτυλα και προσπαθώ να διαβάσω σαν τυφλός το πρόσωπο της πέτρας. «1951»Κάτι σαν «ΚΩΝΣΤ.. ΑΣΠ...», το άλλο σίγουρα «ΑΘΑΝΑΣ...». Είχε δίκιο ο πατέρας, εκεί ήταν χαραγμένη, μια στιγμή σε μια πέτρα, 60 χρόνια πριν. Κι εγώ, ψηλαφίζοντάς την, χάνομαι σε μπερδεμένες μνήμες και φαντασίες απ' τα παλιά.

>>>

Ιανουάριος, Θεσσαλονίκη
Τι μ' έπιασε πάλι και ταξιδεύω σε λεπτομέρειες που πίστευα ότι είχα ξεχάσει. Λίγο η νέα χρονιά που μόλις ήρθε και βιάζομαι να γεμίσω με μνήμες, λίγο οι φετινές εκδρομές που δειλά-δειλά σχηματίζονται ως πρόγραμμα στη σκέψη μου. Λίγο η υπέροχη μουσική του Μίκη στο ποίημα του Σεφέρη που ακούω Σαββατο-βραδιάτικα στο Δεύτερο. Και η φωνή του Σερ Μπιθικώτση που ερμηνεύει μοναδικά τους στίχους. Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας, στ' αρώματα της Αλεξάνδρειας, στα φαντάσματα του χωριού, στις σελίδες του υπέροχου βιβλίου του Ατιά για το εμπόλεμο Αλγέρι. Και χάθηκα.

>>>

«Η νύχτα ήταν γλυκιά. Ήμουν εντελώς μεθυσμένος κι ευτυχισμένος που με πήγαινε η Ιρέν. Μια όμορφη γυναίκα στο τιμόνι ενός καμπριολέ, η αλγερινή ακτή, η έναστρη νύχτα, ο έρημος δρόμος, ο θαλασσινός αέρας, μου έδιναν την ψευδαίσθηση των διακοπών σ' ένα ήσυχο μέρος. Ούτε εκρήξεις ούτε πυροβολισμοί. Οι μόνοι νεκροί ήταν τα έντομα που έπεφταν πάνω στο παρμπρίζ της Στουντμπέικερ, οι μόνοι ήχοι τα λάστιχα με τις λευκές ζάντες που έτρεχαν στη μαύρη άσφαλτο. Τα μόνα φώτα οι λαμπερές δέσμες των φάρων.. τα μάτια της Ιρέν.»

«Μη ρωτάς κάποιον που ξέρει να σου πει το δρόμο.
Κινδυνεύεις να μη χαθείς...»

Η εικονογράφηση του τίτλου είναι ξανά του Στάθη, από το λεύκωμα «33 τραγούδια εικονογραφημένα» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2000), για το τραγούδι «Κράτησα τη ζωή μου», από τα «Επιφάνεια» του Μ. Θεοδωράκη, σε ποίηση Γ. Σεφέρη.
Η τελευταία παράγραφος από το βιβλίο «Το μαύρο Αλγέρι» του Maurice Attia (εκδ. Πόλις 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου