Το κοίταξα με δυσπιστία. Πάτησα ξανά και ξανά το μεταλλικό κουμπί στο πάνω μέρος, αλλά ο γραφίτης δεν έλεγε να φανεί στην λεπτή μύτη. Την ξεβίδωσα βιαστικά και την έστρεψα ανάποδα στο φως της ημέρας. Μπορούσα να δω την τοσοδούλικη τρυπούλα της, φωτεινή, αδειανή από γραφίτη. Άλλη μια φορά με απογοήτευε το μηχανικό μου μολύβι, εκείνο το λευκό, δώρο της Μις Ντέμπορα τότε για τις εξετάσεις του Lower. Γυμνάσιο θα 'τανε..
>>>
Περπάτησα δειλά και δήθεν αδιάφορα. Έστριψα δεξιά στο χωλ και άνοιξα μια πιθαμή τη συρόμενη διάφανη πόρτα του σαλονιού. Ο πατέρας διάβαζε τον ξάδερφό μου. Στο μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι είχαν αραδιάσει μια στίβα βιβλία και διάβαζαν λέξη-λέξη μια έκθεση απ' το χοντρό τετράδιο, το κατοστάφυλλο. Σαν άνοιξα, ο πατέρας γύρισε το κεφάλι να δει τι το τόσο σημαντικό ζητούσα και τους διέκοπτα. Το «έπαιξα» για άλλη μια φορά αδιάφορος. Δείχνοντας φρόνιμος και πατώντας στις μύτες των ποδιών, κατευθύνθηκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη πίσω από την καρέκλα του πατέρα. Εκείνοι ξαναβούτηξαν στα ακαταλαβίστικα βιβλία. Έσκυψα στο κάτω συρόμενο ράφι, το άνοιξα με προσοχή και τράβηξα έξω το κουτί με τα μολύβια. Λεπτό, μακρόστενο, μέσα του κροτάλισαν τα ξύλινα μολύβια. Άνοιξα το πάνω μέρος και το έγειρα στη χούφτα μου. Μαύρα μυτερά κεφαλάκια ξεπρόβαλαν απ' το άνοιγμα, μυτερά και φρεσκοξυσμένα, τράβηξα ένα κι ευθύς το έφερα στη μύτη μου. Γεύση από ξύλο και μπογιά.. σούφρωσα το πάνω μου χείλος και ισορρόπησα το μολύβι πιέζοντάς το προς τη μύτη μου. Αλληθωρίζοντας μπορούσα να δω τις διαμήκεις μαυροκίτρινες ρίγες του με τα χρυσαφένια γράμματα και στην κορφή το κόκκινο καμπυλωτό τελείωμα.
Τ' αγαπούσα τα μολύβια, από μικρός. Απ' όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, θυμάμαι ένα μολύβι σφηνωμένο στο πάνω μέρος του αυτιού του πατέρα, τα καλοκαίρια στο χωριό. Πόση εντύπωση μου είχε προκαλέσει αυτό. Πώς στηρίζονταν εκεί το μολύβι! Και ήταν πάντοτε μικρό, τόσοδά, κι όταν ήθελε να σημαδέψει πού θα πριονίσει το καδρόνι, το 'πιανε με τα χοντρά του δάχτυλα και τραβούσε τη γραμμή, μια και δυο, στο κίτρινο ξύλο. Και μετά πάλι στο αυτί. Ενίοτε το ξεχνούσε εκεί όλη μέρα.. και το 'ψαχνε εναγωνίως, και του 'δειχνα τότες εγώ το αυτί κι εκείνος γελούσε! Πάντα είχε ένα μικρό μολύβι στ' αυτί. Κι ο θείος μου το ίδιο. Κι ο παππούς μου το ίδιο. Τόσο που πίστευα ότι αυτή η προεξοχή στο πτερύγιο του αυτιού ήταν ακριβώς για να φωλιάζουν τα μολύβια!
>>>
«Τι ψάχεις εκεί;» με ρώτησε ενοχλημένος που διέκοπτα το μάθημα. Έστρεψα το κεφάλι μου, με το μολύβι να στέκει ακόμα μεταξύ άνω χείλους και μύτης. Ο ξάδερφός μου δεν κατάφερε να κρύψει ένα πνιχτό γέλιο. Ο πατέρας ξεφύσηξε «καλά, κι αυτό που σου έδωσα χθες το πρωί τι το έκανες;», όλο απορία και παραίτηση συνάμα. Έβαλα το χέρι στην τσέπη της βερμούδας και έβγαλα από μέσα ένα μολυβάκι δυο-τρία εκατοστά, καλοξυμένο. Το κράτησα όρθιο μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, χωρίς να βγάλω μιλιά. «Πότε πρόλαβες..» ήταν η μόνη ικανή αντίδρασή του. Τι να εξηγήσω εγώ.. ότι το είχα ξύσει μέχρι εξαντλήσεως, ότι ήθελα ένα καινούριο μικρό μολύβι; Ή ότι ήθελα να μπορώ να το ισορροπώ κι εγώ στο αυτί μου, σαν μαστόρι του χωριού; «Είναι το τελευταίο που σου δίνω..», είπε αυστηρά, «..γι' αυτή τη βδομάδα, δεν έχει άλλο!», κι εγώ έφυγα ικανοποιημένος από την επιτυχή κατάληξη του σχεδίου μου. Θυμάμαι έκανα υπόκλιση, έκλεισα πίσω μου τη συρόμενη πόρτα και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα από το διαφανές κουτάκι με το μαύρο καπάκι την καινούρια μου ξύστρα. Είχα να ασχοληθώ με το νέο μου απόκτημα. Το μόνο πράγμα που όταν «μεγαλώνει» μικραίνει! Θα 'μουν τότε 5-6 χρονών..
>>>
Βρήκα το μικρό κουτάκι με το γραφίτη, το κούνησα, τίποτα, κανένας ήχος. Το άνοιξα για να επιβεβαιώσω ότι ήταν άδειο. Έτσι παράτησα το λευκό μηχανικό μολύβι στην άκρη και γύρεψα το τελευταίο μολυβένιο! Μου το είχε δώσει αναπάντεχα ο Α. τη μέρα που είχε πάρει πτυχίο. Είχε την καλή σκέψη να δωρίσει σε καθηγητές και φίλους από ένα μολύβι, χρήσιμο δώρο γεμάτο συμβολισμούς. Και μάλιστα από τα μαυροκίτρινα εκείνα, τα καλά, με το κόκκινο καμπυλωτό κεφάλι. Το πήρα στα χέρια και κοίταξα τη χοντρούλα μύτη του. Κάπου πρέπει να την είχα φάει τελευταία. Προσπάθησα να βρω μια ξύστρα στα ανακατωμένα συρτάρια μου, μα δεν κατάφερα. Πάει καιρός που είχα χρησιμοποιήσει μολυβένιο μολύβι. Χρόνια τώρα τα μηχανικά είχαν βρει θέση στις κασετίνες μου. Από το πανεπιστήμιο, κι ακόμα πιο νωρίς. Από παραμονές του Lower και το δώρο της Μις Ντέμπορα. Το πρώτο μου μηχανικό μολύβι!
Πήρα ένα μαχαίρι απ' την κουζίνα και άρχισα να ξύνω με προσοχή τη φθαρμένη μύτη, όπως έκανε παλιά στο χωριό ο πατέρας. Κι όταν η μύτη έγινε αρκετά κοφτερή επιδοκίμασα το αποτέλεσμα. Θυμήθηκα τότε το κουτί. Ένα κουτί μολύβια, αδειανό. Που το είχα μαζέψει μια μέρα απ' τα σκουπίδια του πατέρα, μικρός. Έψαξα καλύτερα στα συρτάρια και τα ανακάτωσα ακόμα χειρότερα. Αλλά το βρήκα. Κουνώντας το κροτάλισαν μέσα του μικρά χοροπηδηχτά ξυλάκια. Άνοιξα με προσοχή το πάνω μέρος και το έγειρα στη χούφτα μου. Απ' το καπάκι ξεχύθηκαν μικρά καμαρωτά μολυβάκια. Άλλα μαυροκίτρινα, άλλα χρυσοκόκκινα. Να κι ένα μαύρο! Δυο-τρεις-τέσσερις το πολύ πόντους. Κι ένα με γομολάστιχα στο πίσω μέρος. Άλλα ξεφλουδισμένα με σουγιά, άλλα σκαλιστά με χαρτοκόπτη. Κατρακυλούσαν τώρα λέφτερα από το μακρόστενο κουτί και ξεχείλιζαν στην απροετοίμαστη χούφτα μου. Πόσες μυτούλες καλοξυμένες! Ούτε μία στρογγυλή, ούτε μία σπασμένη. Τα άδειασα όλα και βάλθηκα να τα βάλω στη σειρά. Όπως έκανα παλιά, προσπαθώντας να τα ξύσω έτσι ώστε κανένα να μην έχει το ίδιο ύψος με τ' άλλο. Έβαλα από κάτω το χάρακα και ευθυγράμμισα την πίσω πλευρά. Κι ορθώθηκαν οι μύτες και μπήκαν στη σειρά καθ' ύψος. Θόλωσαν τα μάτια μου, βούρκωσα. Είχα μπροστά μου τα μικρά μου παιδικά μολύβια. Που είχαν μικρύνει «μεγαλώνοντας», περνώντας ώρες μεταξύ ξύστρας αντίχειρα και δείκτη. Τα μέτρησα ένα-ένα, τα έπιασα στο χέρι. Διάβασα τα σκαλίσματά τους. Πέρασε μπροστά μου το σχολειό, η τάξη και μετά η μεγάλη βιβλιοθήκη στο σαλόνι. Το χωριό.
Πήρα ένα από τη μέση και το εφάρμοσα στο δεξί μου αυτί. Σαν τότε. Σαν άλλοτε. Και στάθηκε εκεί πεισματικά και σίγουρα, στη θέση που φτιάχτηκε εξαρχής για μολύβια.
>>>
Σάββατο πρωί και βγήκα για τα ψώνια του σαββατοκύριακου. Στο γυρισμό έκανα μια στάση στο βιλιοπωλείο της γειτονιάς και χάζεψα το σταντ με τα μολύβια. Μηχανικά διάφορα κι άλλα με γομολάσιχα στο πάνω μέρος. Χα, να και τα κόκκινα στρογγυλά κεφαλάκια! Άπλωσα το χέρι μου παραδίπλα και βρήκα το κατάλληλο πάχος γραφίτη για το μηχανικό μου μολύβι και επέστρεψα στο ταμείο. Κάτι με τράβηξε πίσω, κάτι που είδα με την άκρη του ματιού μου. Ήταν εκεί, σε μικρό διάφανο κουτάκι με μαύρο καπάκι. Λαμπερή ασημένια, με ανταλλακτικό ξυραφάκι.
«Ένα κουτάκι μύτες 0,5Β..», είπα στο ταμείο, «..και μια ξύστρα». Για μολύβια μολυβένια, που όταν «μεγαλώνουν» μικραίνουν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου