για μεγάλους
Μια φορά κι έναν καιρό, στο μακρινό χωριό του Χρόνου, έγινε ένα μεγάλο δικαστήριο. Στο εδώλιο καθόταν η Άνοιξη, με την κατηγορία της ανικανότητας άσκησης καθηκόντων. Ότι είναι αχρείαστη και θα έπρεπε να απομακρυνθεί για πάντα από τις τέσσερις Εποχές.
Το Χρονοχωριό ήταν ένα μεγάλο χωριό σαν όλα τα άλλα χωριά του κόσμου. Κι εκεί κατοικούσαν άνθρωποι, που ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι. Και πώς να μην ήταν, αφού για Δήμαρχο είχαν τον ίδιο το Χρόνο και στο υπόλοιπο συμβούλιο τις Εποχές και τους Μήνες. Κι όλα κυλούσαν κυριολεκτικά ρολόι!
Ώσπου μια χρονιά, στην αρχή της εποπτείας της Άνοιξης, οι άνθρωποι αγανάκτησαν. Κάτι οι ευκαιριακές ασθένειες που 'τυχαν μαζεμένες στο χωριό, κάτι οι νεροποντές που βούλιαξαν τα σπαρτά.. ξεσηκώθηκαν οι χωριανοί κι άρχισαν να απαιτούν από το Χρόνο την παραίτηση της Άνοιξης. Ότι κάθε χρόνο τα ίδια προβλήματα παρουσίαζε η ζωή τους με την Άνοιξη κι ότι η προσφορά της στο χωριό δεν έφτανε ούτε τόσο-δα εκείνη των άλλων τριών Εποχών. Η αγανάκτηση με τα πολλά γιγαντώθηκε σε λαϊκή εξέγερση κι ο Χρόνος, ανήσυχος, συσκέφθηκε με τους Μήνες και αποφάσισε δημοκρατικά να λύσει τη διαφορά που είχε προκύψει στο δικαστήριο.
Ο υπεύθυνος της αίθουσας έσπευσε να ανοίξει τους πλευρικούς φεγγίτες που έβλεπαν προς την πίσω αυλή του Μεγάρου. Δεν συνηθίζεται οι δικαστικές αίθουσες να έχουν παράθυρα, τους ταιριάζει καλύτερα το στρίμωγμα σε όροφο και θέση που να γεννά κλειστοφοβικά συναισθήματα στους παρευρισκομένους, «στριμόκωλο» σεβασμό και δέος μπρος στην παντοδύναμη Δικαιοσύνη, με Δ κεφαλαίο! Λίγο η γλυκειά ζεστουλα του καιρού, λίγο η αποπνικτική ατμόσφαιρα της κοντόφαρδης αίθουσας κι ο δικαστής κ. Επόχης, ο πιο έμπιστος του Χρόνου, έκανε έκκληση για λίγο φρέσκο αέρα. Χεχ, η επιταγή για «περιορισμό των δαπανών» δεν επέτρεπε τη λειτουργία του συστήματος κλιματισμού-εξαερισμού παρά μόνο σε περιόδους παγωνιάς ή καύσωνα.
Ήταν η σειρά του κατήγορου κ. Χειμωνέτου, όμως, να υποβάλλει ένσταση επί της διαδικασίας. «Κύριε πρόεδρε..», είπε και η μικρή φλεβίτσα που έκοβε κάθετα το μεγάλο του μέτωπο τινάχτηκε φουντωμένη από φρεσκο-πιεσμένο αίμα. «..η πράξη αυτή αποτελεί μεροληπτική στάση υπέρ της Άνοιξης. Παρακαλώ να κλείσουν αμέσως τα παράθυρα. Και οι κουρτίνες κύριε πρόεδρε!». Ήταν επικεφαλής ο μήνας Απρίλης, βλέπετε, και όλη η φύση είχε στολιστεί με μέριμνα της Άνοιξης.
Οι φωνές και οι δυσανασχετισμοί από το ακροατήριο έκρυψαν για λίγες στιγμές το επαναλαμβανόμενο χτύπημα του σφυριού από το δικαστη. Η κυρα-Μυρσίνη από τη δεύτερη σειρά καθισμάτων, μεγαλομπεμπέκα από κοντινό κεφαλοχώρι, πετάρισε γρήγορα-γρήγορα την πολύχρωμη βεντάλια της κι έκανε ξέψυχα πως λιποθυμά. Η διαδικασία πήγαινε κανονικά για ολιγόλεπτη διακοπή, αλλά κανείς δεν είχε τη διάθεση για νέα παράταση της υπόθεσης. Έπρεπε σήμερα να βγει απόφαση και ο δικαστής ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει μέχρι τέλους.
Το δικαστήριο δεν ήταν και πολύ μεγάλο, χωρούσε όμως ικανό αριθμό ανθρώπων. Εκείνη τη μέρα ξεχείλιζαν από κόσμο οι 12 σειρές καθισμάτων, η τάξη όμως τηρούνταν ευλαβικά. Στα αριστερά της αίθουσας και σε υπερυψωμένο βάθρο ήταν οι θέσεις των Μηνών, που σχημάτιζαν τέσσερις τριάδες κι απέναντί τους, δεξιά στην αίθουσα, οι θέσεις των τεσσάρων Εποχών, εκ των οποίων η μία ήτανε κενή μιας και η Άνοιξη φιλοξενούνταν εκτάκτως στο εδώλιο του κατηγορουμένου! Κι ο Χρόνος; Πού ήταν η θέση του Χρόνου; Ο Χρόνος δεν παρεβρισκόταν ποτέ στο δικαστήριο, δεν είχε πάει ποτέ του και ούτε ποτέ θα πήγαινε στο μέλλον. Βλέπετε, δεν ήθελε η σεβάσμια παρουσία του να επηρεάσει το οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Εμπιστευόταν άλλωστε απόλυτα τους στενούς τους συνεργάτες, τις Εποχές και τους Μήνες και φυσικά τον μόνιμο δικαστή κ. Επόχη.
«Αγαπητό ακροατήριο, θα επιχειρήσω κι εγώ με τη σειρά μου μια τελική ανακεφαλαίωση», πήρε το λόγο ξανά ο κατήγορος, διασκεδάζοντας την απόρριψη της ένστασής του. Πριν τη διακοπή ο συνήγορος υπεράσπισης κ. Αμυγδαλέας είχε κορυφώσει το δικό του ύστατο λογίδριο προσπαθώντας ν' αγγίξει το συναίσθημα των παρακολουθούντων. Μίλησε για ήλιο και γλυκούς νοτιάδες, για μυρωδιές και οπτασίες, για χρώματα. Τη φύση που ανασταίνεται από τη χειμωνιάτικη σταύρωση, τα πουλιά που επιστρέφουν απ' τα ταξίδια τους, τα ζωντανά που ανακαλύπτουν εκ νέου τον ανοιχτό ουρανό. Και εν πολλοίς το κατάφερε. Η κυρα-Ζωή, η γυναίκα του μπακάλη, έβγαλε έναν από εκείνους τους μακρόσυρτους αναστεναγμούς που κρύβουν έρωτα κι ελπίδα. Αααααχχ! Και πιο πίσω η Ανθή, η μεγάλη κόρη της Ζουμπουλιάς, 21 κιόλας χρονών, ανέμισε την κεντημένη με λουλούδια φούστα της, τραβώντας πάνω της βλέμματα επιθυμίας.. Κι ο Λεμονής, το μοναχο-παλίκαρο της κυρίας Δάφνης της κομμώτριας, έπιασε να σφυρίζει ένα χαρωπό σκοπό λοξοκοιτάζοντας λάγνα τα γυμνά πόδια της Ανθής, Ναι, ναι, από 'κείνους τους σκοπούς που τ' αγόρια σφυρίζουν στα κορίτσια στις εκδρομές.
Έτσι, λοιπόν, ο κατήγορος αποφάσισε να βασιστεί στη λογική. Με ορθολογικά στοιχεία και δεδομένα έπρεπε να πείσει το δικαστή ότι δεν χρειαζόμαστε στο Χρονοχωριό μια εποχή σαν την Άνοιξη. Κι άρχισε ν' απαριθμεί τα κουσούρια και τα λάθη της με όλο και μεγαλύτερη ένταση φωνής, όλο και μεγαλύτερο πάθος. Μίλησε για ιώσεις και αλλεργίες κι έβγαλε πίνακες και διαγράμματα, στατιστικές και αποδείξεις απ' τα πιο φημισμένα πανεπιστήμια του κόσμου. Και τα χρέωσε όλα στην Άνοιξη! Μίλησε για δυνατούς ανέμους και ξαφνικές βροχές, για σύννεφα και κεραυνούς, καταστροφές.. Κι όλο και φούντωνε στο μέτωπο η φλεβίτσα, ρυθμικά, παλμικά, σε κάθε τονισμένη λέξη, σε κάθε στακάτο κούνημα του χεριού, πάνω-κάτω.. πάνω-κάτω..
Και κράτησε το καλύτερο χαρτί του για το τέλος, το κλείσιμο που θα κέρδιζε και τον πιο δύσπιστο, τον πιο αναποφάσιστο για τη μη χρησιμότητα της Άνοιξης. Κι ανέφερε το βαθιά κρυμμένο μυστικό που περίτεχνα όλοι «..φροντίζουμε ν' αποφεύγουμε να αναφέρουμε, αγαπητοί μου. Δεν έχουν νόημα πια οι υπεκφυγές, δεν έχουν νόημα οι στρογγυλοποιήσεις. Ήρθε καιρός για αλήθειες. Και μόνο αλήθειες έχουμε χρέος να λέμε σε τούτο 'δω το δικαστήριο των Εποχών. Η Άνοιξη αγαπητοί μου, μας είναι περιττή γιατί δεν παράγει τίποτα, κύριε πρόεδρε, δεν κάνει έργο. Και ξέρετε γιατί; Γιατί είναι άκαρπη.. είναι ..στείρα!». Το σούσουρο που ακολούθησε στο δικαστήριο δεν είχε προηγούμενο. Υπερασπιστές και αντιμαχόμαινοι ήρθαν στα χέρια, η κυρα-Μυρσίνη λιποθύμησε πραγματικά, ο Λεμονής όρμηξε με πάθος προς τους αντιφρονούντες, η Βασιλική σκέπασε με τη ζακέτα της την όλο και πιο αποκαλυπτική Ανθή, ενώ οι πιο μικροί ρωτούσαν με απορία να μάθουν τι σημαίνει «στείρα».
Η τάξις επανήλθε κατόπιν ξελαρυγγιάσματος του δικαστή που τερμάτισε βιαστικά τη διαδικασία των αγορεύσεων. Και ανήγγειλε ότι έφτασε η στιγμή να βγάλει την απόφαση. Τη δίκαιη απόφαση που μόνο η Δίκαιη Ζυγαριά του Χρόνου μπορούσε να βγάλει. Κι έβγαλε και έστησε με προσοχή τον Ζυγό στο έδρανο και απελευθέρωσε τα σκοινιά που κρατούσαν τις δύο εκατέρωθεν βάσεις. Επάνω θα έβαζε τα αποδεικτικά στοιχεία που είχαν προσκομίσει ο κατήγορος και ο συνήγορος υπεράσπισης. Τις αποδείξεις, τις γνώμες, τις αλήθειες.. Κι ο τέλεια ισορροπημένος Ζυγός θα έδειχνε την Κρίση του.
Κι έβαλε απ' τη μια μεριά το κατηγορητήριο. Τις ασθένειες, τις αστραπές, τον αλλοπρόσαλλο καιρό και φυσικά την ακαρπία! Κι έγειρε, λύγισε η ζυγαριά υπό το βάρος των αδιάσειστων στοιχείων κι η βάση της έσκασε με γδούπο στο έδρανο. Δεν έλειψαν τα γελάκια και τα σχόλια από εκείνους που κατηγορούσαν την Άνοιξη και οι κρυφές ελπίδες για νίκη. Και μετά ήρθε η ώρα της υπεράσπισης που προσκόμισε τ' αρώματα και τα χρώματα, τον γλυκό ήλιο και το ελαφρύ δροσιστικό αεράκι. Τα τιτιβίσματα των πουλιών, το γρύλλισμα των τριζονιών. Ό,τι απόδειξη είχε και δεν είχε. Τα τοποθέτησε ο δικαστής στην απέναντι βάση, αλλά η ζυγαριά ούτε που κουνήθηκε! Το βάρος όλης της υπεράσπισης δεν έφτανε ν' ανασηκώσει ούτε ένα τοσοδούλικο χιλιοστό την απέναντι συσσωρευμένη μάζα.
Το ακροατήριο είχε μείνει άφωνο και έκπληκτο βλέποντας τη γερμένη Ζυγαριά. Περίμενε τώρα την τελική έκβαση, την επικύρωση της απόφασης από το δικαστή. Εκείνος όμως καθάρισε δυνατά τη φωνή του και έλαβε το λόγο. Και είπε ότι ως μόνο εκείνος εξουσία έχει, θα προσκόμιζε στο δικαστήριο ένα ακόμα τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο και θα το τοποθετούσε κι αυτό στη Ζυγαριά, όπερ και έκανε. Δευτερόλεπτα αργότερα δεκάδες ζευγάρια γουρλωμένα μάτια, που συμπλήρωναν τα ισάριθμα άλαλα ορθάνοιχτα στόματα, παρακολουθούσαν τα χοντρά χέρια του δικαστή που ξετύλιγε το μυστηριώδες πακέτο. Έβγαλε μία, δύο.. ξεδίπλωσε τρεις στρώσεις προστατευτικού μεταξένιου υφάσματος κι αποκάλυψε ένα απαστράπτον κουτί, ερμητικά ασφαλισμένο και διπλο-κλειδωμένο. Το σήκωσε στα δυο του χέρια και το κράτησε ψηλά πάνω από τα στοιχεία υπεράσπισης.
Τώρα η προσμονή είχε μετατραπεί σε αγωνία. Αγωνία για το αν το πρόσθετο αυτό βάρος του επτασφράγιστου μυστηριώδους κουτιού θα αποδεικνυόταν κρίσιμο για την έκβαση της Δίκης της Άνοιξης. Την τύχη της Άνοιξης. Μα τι είχε αυτό το κουτί, τι το τόσο σημαντικό; Και κυρίως, πόσο ζύγιζε; Θα τα κατάφερνε να σώσει την παρτίδα της υπεράσπισης; Ιλιγγιώδεις σκέψεις περνούσαν από το νου όλων κι ανέδιδαν ιδρώτα και έξαψη. Μόνο ο δικαστής ήξερε τι κρυβόταν στο κουτί. Ήξερε την κρίσιμη μάζα. Μόνο εκείνος ήξερε εκ τούτου -σχεδόν- και το τελικό αποτέλεσμα.
Κι άφησε το κουτί να προσθέσει το βάρος του στα υπόλοιπα στοιχεία κι η Ζυγαριά έσκουξε στις αρθρώσεις της, ισορρόπησε τις μάζες και έγειρε αποφασιστικά προς τη μεριά της υπεράσπισης. Ο δικαστής επέτρεψε ένα σπάνιο μειδίαμα να διαγραφεί στο βλοσυρό πρόσωπό του και έβγαλε την ετυμηγορία:
«Η Άνοιξη θα παραμείνει στις τάξεις των Εποχών του Χρόνου». Για πάντα!
Κι ευθύς, με μια περίτεχνη κίνηση, σήκωσε το σφυρί κι έσπασε τις κλειδαριές του κουτιού σημαίνοντας τη λήξη της Δίκης. Και εκτοξεύτηκαν από μέσα σαν αστερόσκονη τα όνειρα μυριάδων ανθρώπων ανά τους αιώνες, Ανοιξιάτικα όνειρα για το Καλοκαίρι, όνειρα πλημμυρισμένα μ' ελπίδες και προσμονές κι ευχές νέων και γέρων.
Το ελαφρύ αεράκι όρμηξε μέσα στην αίθουσα απ' τους μισάνοικτους φεγγίτες και έφερε στην αίθουσα μυρωδιές από θυμάρι κι ανθισμένες πασχαλιές, δώρα ευγνωμοσύνης της «στείρας» Άνοιξης. Για να γεννήσουν οι νέοι νέα όνειρα κι ευχές κι αλάργες προσμονές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου