Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

η Πελαγία κι ο Κοσμάς

Ποιοι είναι πάλι ετούτοι, θα με ρωτήσεις. Κι εγώ σαν καλός παραμυθάς θα γυρίσω τον χρόνο λίγες στροφές προς τα πίσω για να σου πω την ιστορία.

<<<

Ήτανε η ευλογημένη χρονιά της ασπαίτε. Τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη χρονιά είναι δύσκολο να αξιολογήσω, χάραξε όμως βαθιά τομή στην κατοπινή ζωή μου, δεν μπορώ τώρα όλα να σου τα εξηγήσω· επανέρχομαι σ' αυτά που θέλω να σου πω. Ξεκινούσε τότε η μέρα μου στις επτά το πρωί με περίσσεια όρεξη για δουλειά ως το απόγευμα και ίσια που προλάβαινα εμβόλιμα δυο μπουκιές φαγητό ώσπου να τρέξω τα πόδια μου στη γειτονική ασπαίτε για τα απογευματινά μαθήματα. Στις οκτώ το βράδυ με ξανάβλεπε το σπίτι μου, κι αν η μέρα ήτανε Δευτέρα ή Πέμπτη, αντάλλαζα το περιεχόμενο της τσάντας με τα βιβλία των ιταλικών και έπαιρνα το Ρενάκι μου για το μάθημα που θα με κρατούσε στην τσίτα ως τις έντεκα. Ευτυχώς για λίγες νυχτερινές ώρες με έβλεπε και το παραπονεμένο κρεβάτι μου.

Εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη, κι επειδή όπως σου περίγραψα είχα ..άφθονο ελεύθερο χρόνο, δέχτηκα την παρόρμηση του Σπύρου να ξεκινήσουμε μαθήματα κιθάρας. Κι έτσι έκλεισε και το βράδυ της Τετάρτης! Επιστράτευσα τότε τον Κωστή, που η ζωή του όλη ήταν και είναι μες στις κιθάρες, να μας βοηθήσει στην κατάλληλη αγορά εγχόρδου. Και ένα καλό βράδυ Παρασκευής συναντηθήκαμε στου Ζάχου, στο κέντρο της πόλης, δυο άσχετοι εμείς, κι ο Κωστής με τον ιδιοκτήτη να δοκιμάζουν και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη δεξιοτεχνία των δαχτύλων πάνω στα τάστα. Μας διάλεξαν τότε μια καθόλου φτηνή ισπανική κιθάρα, με τέλεια ταστιέρα όπως είπε ο Κωστής, και όμορφο μελωδικό ήχο. Μία είχε, την καβάντζωσε ο Σπύρος και παρήγγειλα μια ολόιδια για μένα. Με τη θήκη στον ώμο και λίγους πόντους στο μπόι μας μπήκαμε στον Φλώρο για τα σπίτια μας. Ο Φλώρος είναι το αυτοκίνητο του Σπύρου. Δεν είναι φλώρος, κάθε άλλο. Τον λένε Φλώρο, τον βάφτισε έτσι ο Σπύρος γιατί τη μέρα που τον αγόρασε ήταν του ομώνυμου αγίου. Δεν ήξερες ότι υπάρχει ε; Και λοιπόν, τη μέρα που πήραμε την κιθάρα ο μήνας είχε οκτώ, κι έτσι γεννήθηκε και ..βαφτίστηκε η Πελαγία!

Την επόμενη εβδομάδα, σαν σήμερα ήτανε, του Κοσμά του Μελωδού -τυχαίο;- παρέλαβα στη θήκη της και τη δική μου κιθάρα· κι έκτοτε κάθε Τετάρτη, δεμένοι στους ώμους μας, ξεκινούσαν τη διαδρομή τους από την Τριανδρία ως τον αη-Δημήτρη και πάλι πίσω, για δύο και κάτι χρόνια· η Πελαγία κι ο Κοσμάς.

>>>

Τα χρόνια πέρασαν, η ασπαίτε και τα ιταλικά τελείωσαν, το ίδιο και η δουλειά, τα μαθήματα κιθάρας· η ίδια η ζωή στη Θεσσαλονίκη τελείωσε για μένα. Όπου με έφερε η ζωή, μαζί κι ο Κοσμάς. Πέρασαν και χρόνια που έμεινε άθερμος στη θήκη του, κουρασμένος από δικές μου αθετημένες υποσχέσεις ότι κάποτε θα παίξουμε ξανά μαζί. Κάθε χρονιά όμως, ανήμερα της γιορτής του, τον έπαιρνα στα χέρια μου και νοσταλγούσα εκείνες τις Τετάρτες, για να τον ξεχάσω τους επόμενους δώδεκα μήνες.

Πριν ένα μήνα τίναξα τη σκόνη που είχε μαζευτεί στο καβούκι του και τον κράτησα στα χέρια μου ξανά, να νιώσω το κορμί του. Κούρδισα τις χορδές του, χάιδεψα τις λείες καμπύλες του και βάλθηκα να μάθω ξανά την ξεχασμένη αλφαβήτα στην ταστιέρα του. Προσπάθησα με ιδιαίτερη επιμέλεια να ξαναμάθω το Περγιάλι του Μίκη, το αγαπημένο μου κιθαριστικό θέμα, με σκοπό να το παίξω άρτιο σήμερα, τιμής ένεκεν, στη γιορτή του Κοσμά.

Δεν πρόλαβα. Όχι να το μάθω, αυτό το κατάφερα. Δεν πρόλαβα να του το χαρίσω, γιατί ήταν μια μέρα σήμερα σαν άλλοτε, που το σπίτι παραπονεμένο αναζητούσε να με δει. Κι ο Κοσμάς. Μόνο τον έβγαλα από τη θήκη αργά το βράδυ στην αγκαλιά μου, έβαλα τα δάχτυλα στη συγχορδία του Σολ με την οποία κλείνει το Περγιάλι και έριξα μια κιθαριά.

Όχι του χρόνου· αύριο πάλι.

Η Πελαγία, κι αλήθεια, τι απέγινε; θα με ρωτήσεις. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου