Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

χρονιάρες μέρες

​Ήταν η χρονιά του Σκύλου, που σαν τον σκύλο περιπολούσα στα παγωμένα σύνορα ξέφραγου στρατοπέδου. Υπηρετούσα στην ελίτ της Εβρολίγκας, μ' ένα επαναληπτικό μονόκανο, μια ξιφολόγχη και τρεις ραμμένους τελαμώνες φυσιγγίων, τους οποίους ένας Θεός ξέρει αν θα μπορούσα να ξεσκίσω στην περίπτωση που η ζωή μου κρεμόταν μοναχά απ' αυτούς. Περίπολα, παγωνιά και εμπλοκή, το μόνιμο θέμα.

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων όταν βγήκα στην αναφορά να ζητήσω από τον τότε υποδιοικητή άδεια χριστουγεννιάτικου εκκλησιασμού. Εκείνος, βλοσυρός, γεροδεμένος, με επώνυμο βαρύ σαν ιστορία και την πουλάδα των αλεξιπτωτιστών στο στήθος, ήταν ό,τι καλύτερο διέθετε η ακριτική μονάδα μας. Θεσσαλονικιός. Με είχε συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. Την επόμενη μέρα έπρεπε να ήμουν στις πέντε τ' αξημέρωτο στο γραφείο του, μου πρόσταξε, να μου δώσει το πασσαπόρτι. Δεν ήταν και το πιο απλό πράγμα αυτό που μου επέτρεπε να κάνω.. Πυκνή σκοτεινιά κι ο ήλιος μακριά ακόμα να φανεί, θερμόμετρο στα πλην πολλά, τρία χιλιόμετρα περπάτημα περίπου στα τυφλά, με τα σκυλιά των αγρών ν' αλυχτάνε πεινασμένα στο διάβα μου. Άνοιξα την εκκλησία με τον παπά, ευτυχής που μου δινόταν η δυνατότητα. Την έκλεισα τρεις ώρες αργότερα, τρέχοντας για ακόμη μία ένοπλη υπηρεσιά. Ήταν Χριστούγεννα και ήμουν για πρώτη φορά μακριά απ' το σπίτι μου χρονιάρες μέρες. Ήταν επιλογή μου.

Ήθελα να πω ότι φέτος, που ποιανού ζώου τη χρονιά τελειώνουμε στο κινέζικο ημερολόγιο δεν ξέρω, φέτος λοιπόν ήταν μόλις η δεύτερη φορά στη ζωή μου που πέρασα Χριστούγεννα μακριά από το σπίτι μου. Πολύ μακριά και μάλιστα αντιδιαμετρικά μακριά απ' τον τόπο της πρώτης φοράς, αν υποθέσει κανείς ότι το σπίτι μου είναι το κέντρο του κόσμου (μου). Ήταν και πάλι επιλογή μου.

Μας μάζεψε η Ζωή την παραμονή, εμάς τα ορφανά και μοναξιάρικα αυτής της πόλης, να γιορτάσουμε και να παίξουμε με τα τρίσχαρα γλυκύτατα παιδάκια της, κόντρα στις αποφάσεις και τις ριπές του καιρού που έπαιζε παγωμένα ριφ στη μελαγχολική κιθάρα του. Να 'ναι καλά όλοι τους. Κι από κει στ' απάνεμο μετοχάκι τ' Αγιοματθαίου που θα φιλοξενούσε τους στεναγμούς και τις ελπίδες μου στην πιο διάσημη αγρυπνία του Χρόνου. Κι ανήμερα της βασίλισσας των εορτών, απλά και ζεστά στου Νικολή, για το νιώσιμο της κοινής γιορτινής τράπεζας.

​​​Σου γράφω τώρα μέσα απ' το λεωφορείο, που με φέρνει από την πρωτεύουσα στο σπίτι. Κόντυνε η διαδρομή, λένε, πλησίασε η επαρχία στο μεγάλο αστικό κέντρο, θα γίνει έτσι και η προσμονή μικρότερη. Αν ήμουν ο Μίλτος θα σκάρωνα στη λευκή οθόνη του κινητού ένα ακόμη στιχάκι, που θα γεννιόταν για να μπει κατευθείαν στον πάνθεον των τραγουδιών. Είμαι αυτός που είμαι, ο εαυτός μου, για σπάνια φορά εδώ και πολύ καιρό, και σου γράφω αυτό το χρονιάρικο ραβασάκι. Για να σου ξαναπώ ότι πουθενά σαν το σπίτι δεν έχει. Και παρότι για τις δυο δύσκολες επιλογές που σου περίγραψα δεν μετανιώνω, τρέμω στην ιδέα ότι θα ακολουθήσει κάποτε μια τρίτη (και φαρμακερή..). Τρέμω στην ιδέα, όχι ότι θα είμαι μακριά, ότι θα συνηθίσω να ε π ι λ έ γ ω να είμαι μακριά.

Καλή φώτιση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου