Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

sweet Sixteen

«Θα σου χτυπήσω αργότερα να σου δώσω λίγο φαγητό..»

Ωχ, όχι άλλο φαγητό, μπούχτισα πια! Ήρθε αυτόματη και αντανακλαστική η σκέψη. Μόλις είχα επιστρέψει από τα Τρίκαλα και την χριστουγεννιάτικη άδεια, έχοντας προλάβει να καταναλώσω ποσότητες γλυκών και φαγητών. Ονειρευόμουν για τις επόμενες ημέρες δροσερές σαλάτες και φρούτα της κρητικής γης. Όχι πάλι φαγητό Θεέ μου!

«..για τον γάτο. Θα λείψουμε λίγες μέρες. Μπορείς να τον αναλάβεις;»

Αποκλείεται! σκέφτηκα. Δεν μπορεί, κάποιος μου έκανε παιχνίδι παράξενο. Ζούσα στο βιβλίο ή ζούσα το βιβλίο; Στο ταξίδι της επιστροφής είχα αρχίσει το τελευταίο μυθιστόρημα της Χίλντας Παπαδημητρίου, του οποίου η ιστορία ξεκινά με τον γάτο μιας φίλης του πρωταγωνιστή που χάνεται ένα καλό πρωί στα στενά των Εξαρχείων. Είχε "αναγκαστεί" ο δόλιος να αναλάβει την υποχρέωση της φύλαξης του γάτου, όσο η κρυφή αγαπημένη του θα πήγαινε διακοπές. Μα ο γάτος το 'σκασε από μια ανοιχτή πόρτα και εξαφανίστηκε! Και τώρα οι σπιτονυκοκυραίοι μου έφευγαν κι αυτοί σε ταξίδι και μου ζητούσαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και στο μυαλό μου ξεφύλλισαν νοερά οι πρώτες σελίδες του βιβλίου με τις περιπέτειες του γάτου. Και είπα, φυσικά, ναι.

***

«Πρόσεξε μόνο να μην τον αφήνεις να πολυβγαίνει έξω τώρα που θα λείπουμε», ήταν το μήνυμα που μου άφησαν, μαζί με δυο κονσέρβες βοδινό για γάτες και τις οδηγίες ταΐσματος. Και «καλή χρονιά».

Από την πρώτη φορά που είχαμε συστηθεί με το γατί είχε προκύψει μέγα θέμα. Εγώ βιαζόμουν για τη δουλειά κι εκείνο το δύσμοιρο, λιλιπούτειο και φοβισμένο, είχε κρυφτεί πίσω από τη ρόδα του Ρενώ μου. Κι όταν πήγαμε να το μαζέψουμε για να μην το λιώσω στις μανούβρες εξόδου από το πάρκινγκ, εκείνο ανέβηκε στη ρόδα και φώλιασε μέσα στην ανάρτηση! Βρε ψιτ-ψιτ-ψιτ, βρε ψου-ψου-ψου, δεν έβγαινε με τίποτα. Και τα λεπτά κυλούσαν κρίσιμα και απειλητικά, όχι ότι δεν συμβαίνει να αργεί κάποιος στη δουλειά του (όχι εγώ!) Χώθηκε τότε από κάτω ο αφέντης του, σύρθηκε ως την πίσω ρόδα, το άρπαξε από το σβέρκο και το ανέβασε κατσιασμένο και σπαραξιάρικο στο σπίτι. Μια άλλη φορά που επέστρεφα από ξενύχτι, είχε βρει μακαρία νυχτερινή ανάπαυση στο χαλάκι της εισόδου. Νύχτα, σκοτάδι, στο τελευταίο μου βήμα πριν τη σκάλα βρέθηκα να πατώ στα μαλακά. Δεν θυμάμαι ποιανού τρομάρα ήταν μεγαλύτερη, εκείνου ή η δική μου. Η στριγγλιά σίγουρα εκείνου.

Τα άλλα θέματα με το γατί ήταν δύο και αλληλοσυνδεόμενα. Δεν ήξερα ούτε πώς το λένε, ούτε τι γένους είναι. Θα μου πείτε, το δεύτερο λύνεται εύκολα, μα το πρώτο; Και το τελευταίο που ήθελα, κυνηγώντας το στις χαμένες του διαδρομές, είναι να το φωνάζω κι εγώ ψιτ-ψιτ. Ούτε γάτος, ούτε γάτα, λοιπόν, σκέτο γατί. Το γατί. Δυο μέρες τα πήγαμε φίνα. Του έβαζα το φαγητό του, του άλλαζα το νερό του στο πλατύσκαλο της ταράτσας όπου είναι η φωλίτσα του και όλα όμορφα. Ενίοτε υπέκυπτα και στη χαδιάρικη διάθεσή του. Όταν το άκουγα να σκούζει, κατέβαινα και του άνοιγα να βγει στην αυλή· μετά από λίγη ώρα το μάζευα πίσω. Μια χαρά. Άρχισα να του μιλάω κιόλας..

Σήμερα με τρόμαξε όμως, χρονιάρα μέρα. Γυρνώντας απ' την εκκλησιά, τον βρήκα να παραμονεύει πίσω από την εξώπορτα. Έτσι όπως άνοιξα να μπω, πετάχτηκε προς τα έξω και χάθηκε προς την πίσω πόρτα της αυλής. Άσ' τονε να εκτονωθεί, σκέφτηκα, με σκοπό να επιστρέψω μετά από λίγο να τον γυρέψω. Και μια και δυο και τρεις κατέβηκα, πριν το μεσημέρι, μετά το μεσημέρι, νωρίς το απόγευμα, τίποτα! Πού είν' το γατί; Και ψιτ-ψιτ-ψιτ και ψου-ψου-ψου, πουθενά. Βγήκα τριγύρω από το οικόπεδο, βρήκα δυο τρεις ..φίλους του γάτους, μα δεν τον είχανε δει καθόλου σήμερα. Και θα 'ταν και πεινασμένο, γιατί από χθες είχε φάει όλη την ημερήσια μερίδα του. Φουρκισμένος από τη συμπεριφορά του, έκανα άλλη μια προσπάθεια και τον είδα στην πίσω γωνία του οικοπέδου να σκαλίζει ένα σωρό από φύλλα. Του χτύπησα παλαμάκια, όπως κάνουν στα μικρά παιδιά, και έτρεξε πάνω μου. Καλή χρονιά γατένιε μου! του φώναξα με συγκρατημένη τσατίλα και τον έσπρωξα στη φωλιά του. Όρμηξε στο φαγητό του κι εγώ στο ζεστό σπίτι μου. Δεν φορούσα μπουφάν.

***

Τελικά ζούσα το βιβλίο μου. Γιατί και ο λογοτεχνικός γάτος είχε βρεθεί χωρίς πολλές περιπέτειες. Κι αν όλα συμβαίνουν και για κάποιον άλλο λόγο, τριγυρνώντας στην αυλή βρήκα την εβδομαδιαία αλληλογραφία σε μια γωνιά του μαντρότοιχου, καταμουσκεμένη, παρασυρμένη από τον αέρα στα λασπόνερα. Μεταξύ των φακέλων από τράπεζες και λογαριασμούς, και μια κάρτα από τη Θεσσαλονίκη, με γνώριμη διεύθυνση και ονόματα. Με συγκίνησαν τα παλιόπαιδα, ο Γιώργης και η Δήμητρα, χαλάλι η λαχτάρα με το γατί. Με συγκίνησαν και ο Μέρκος με την Όλγα, συνταξιδιώτες στο Περού, που τηλεφώνησαν πριν από λίγα λεπτά για τις ευχές τους· από Θεσσαλονίκη κι αυτοί, όχι τυχαίο.

Τον ακούω τώρα να κλαψουρίζει. Θα θέλει πάλι να ξεμυτίσει στην αυλή. Κι αύριο μέρα είναι· και σίγουρα όχι πρωτοχρονιά.

***

Χαρούμενο '16. Sweet sixteen!

Την υγεία μας, τον νου μας, τις δυνάμεις μας, τη χαρά μας. Και για πότε θα 'ρθει άνοιξη και Μάης, καλοκαίρι και Σεπτέμβρης..

Σας φιλώ τον πρώτο του Χρόνου ασπασμό, παρέα με το πιο γλυκό (και πιο σύντομο) τραγούδι των Simon & Garfunkel.

[♪] May, she will stay, resting in my arms again [♪]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου