Άνοιξε τα χέρια του και την αγκάλιασε σφιχτά. «Τίποτα δεν θα συμβεί όσο είμαστε μαζί, τίποτα, άντε!» Δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλα της Λούλου και η μύτη της έτρεχε. Τη ρούφηξε και ακούμπησε το μέτωπό της στο στέρνο του, νιώθοντας το πρόσωπό της να αχνίζει. Η καρδιά του για πρώτη φορά χτυπούσε ακανόνιστα.
«Μην κλαις, Λούλου, τίποτα δεν θα συμβεί. Θα δεις, κάτι θα γίνει. Δεν λένε ότι κανείς δεν χάνεται;»
«Μ' αγαπάς;»
«Ρωτάς;»
«Ναι. Θα μ' αγαπάς ο κόσμος να χαλάσει;»
«Ο κόσμος έχει ήδη χαλάσει κι εγώ ακόμα σ' αγαπώ».
«Μην κλαις, Λούλου, τίποτα δεν θα συμβεί. Θα δεις, κάτι θα γίνει. Δεν λένε ότι κανείς δεν χάνεται;»
«Μ' αγαπάς;»
«Ρωτάς;»
«Ναι. Θα μ' αγαπάς ο κόσμος να χαλάσει;»
«Ο κόσμος έχει ήδη χαλάσει κι εγώ ακόμα σ' αγαπώ».
Πίεσε τα χείλια του δυνατά στο μέτωπό της κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί τριγύρω. Έψαξε με την άκρη του ματιού του στο παρκάκι με την ελπίδα ότι θα έβλεπε κάτι να γυαλίζει στα σκουπίδια. Τίποτα όμως δεν ξεχώριζε γύρω απ' τις βρώμικες σακούλες, παρά μόνο στίβες πεταμένα free press.
«Πάμε για ύπνο» είπε σφίγγοντας απαλά το χέρι της. Μπήκαν μέσα χωρίς να αποχαιρετίσουν τα φαντάσματα των μπαλκονιών που χάνονταν ένα ένα όσο ξημέρωνε. Θα τα συναντούσαν πάλι αύριο.
* Grazie mille Φ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου