Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Φέργκιουσον


Δεν μπορώ να σου πω.

Μη γίνεσαι παράλογος, Άρτσι.

Θα μου θυμώσεις αν σου πω.

Γιατί στην ευχή να σου θυμώσω; Το Χίλιαρντ είναι παρελθόν. Δεν έχει σημασία πια.

Μπορεί. Αλλά και πάλι θα μου θυμώσεις.

Κι αν σου υποσχεθώ να μη θυμώσω;

Δεν θα ωφελήσει σε κάτι.

Ο Φέργκιουσον πλέον κοιτούσε το πάτωμα, παριστάνοντας ότι παρατηρούσε μια κλωστούλα στο χαλί για να αποφύγει τα μάτια της μητέρας του, επειδή ήξερε ότι αν τολμούσε να τα κοιτάξει τώρα ήταν χαμένος, τα μάτια της ανέκαθεν παραήταν δυνατά γι' αυτόν, ήταν ηλεκτρισμένα με μια δύναμη που μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τις σκέψεις του και να του αποσπάσει εξομολογήσεις και να κατανικήσει την αδύναμή του θέληση ήδη καθώς πάλευε να της αντισταθεί, και τώρα, φρικτά και αναπόφευκτα, άπλωνε το χέρι της και ακουμπούσε το σαγόνι του με τα ακροδάχτυλά της, σπρώχνοντάς τον μαλακά να σηκώσει το πρόσωπό του και να την ξανακοιτάξει στα μάτια, και τη στιγμή που ένιωσε το χέρι της να αγγίζει το δέρμα του, ήξερε ότι κάθε ελπίδα είχε χαθεί, δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του, τα πρώτα δάκρυα που βρίσκονταν εκεί εδώ και μήνες, και πόσο εξευτελιστικό ήταν να νιώθει την αόρατη βρύση να ξανανοίγει απροειδοποίητα, σαν τον ηλίθιο, κλαψιάρη Σταν, είπε από μέσα του, ένα εννιάχρονο μωρό με χαλασμένα υδραυλικά στο μυαλό του, και όταν πια βρήκε το κουράγιο να στρέψει το βλέμμα του στο βλέμμα της μητέρας του, δύο καταρράκτες κυλούσαν στα μάγουλά του και το στόμα του κουνιόταν, λέξεις ξεχύνονταν από μέσα του, η ιστορία του Χίλιαρντ λεγόταν, η μάχη με τον Θεό και η αιτία των κακών βαθμών, η βουβή φωνή κι ο φόνος του πατέρα του, η παράβαση των κανόνων για να τιμωρηθεί και μετά το μίσος προς τον Θεό επειδή δεν τον τιμωρούσε, το μίσος προς τον Θεό επειδή δεν ήταν Θεός, κι ο Φέργκιουσον δεν είχε ιδέα αν η μητέρα του καταλάβαινε όσα της έλεγε, τα μάτια της έδειχναν καταπονημένα και μπερδεμένα και σχεδόν δακρυσμένα, και αφού μιλούσε επί δύο ή τρία ή τέσσερα λεπτά, έσκυψε, τον αγκάλιασε και του είπε να σταματήσει. Φτάνει, Άρτσι, είπε, άσ' το, και μετά οι δυο τους έκλαιγαν μαζί, ένας δακρύβρεχτος μαραθώνιος που κράτησε κοντά δέκα λεπτά, η τελευταία φορά που κάποιος από τους δυο ξέσπασε παρουσία του άλλου, σχεδόν δυο χρόνια από τη μέρα που το σώμα του Στάνλεϊ Φέργκιουσον το είχαν βάλει στο χώμα, και άπαξ και σταμάτησε το κλάμα σιγά σιγά, έπλυναν τα πρόσωπά τους, έβαλαν τα παλτά τους, και πήγαν σινεμά, όπου χλαπάκιασαν χοτ ντογκ στον εξώστη αντί να φάνε βραδινό και μετά μοιράστηκαν ένα μεγάλο κουτί ποπκόρν, που το συνόδευσαν με ξεθυμασμένη, νερουλή κόκα κόλα. Ο τίτλος της ταινία που είδαν εκείνο το βράδυ ήταν: Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά.

* Από το μυθιστόρημα του Paul Auster, 4 3 2 1, σε μετάφραση της Μαρίας Ξυλούρη (εκδ. Μεταίχμιο).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου