Τετάρτη 27 Αυγούστου 2014

Θλιμμένη χαραυγή, του αποχαιρετισμού εκείνη

«Πήγε ώρα, σήκω»

Φωνή γεμάτη αγάπη, μα συχνά άγαρμπη. Αυθεντική θα έλεγε κανείς ευγενικά. Συνήθως είναι η μητέρα που αναλαμβάνει το πρωινό ξύπνημα, αλλά τις βάρβαρες αξημέρωτες ώρες είναι η φιγούρα του πατέρα που τριγυρνά τους θερμούς χώρους του σπιτιού αναμένοντας μιαν ακόμα χαραυγή.

«Δηλαδή.. τι ώρα;»

Μα προτού αναρωτηθώ περισσότερο ή γεννήσω μια ελπίδα πιθανά λανθασμένης έγερσης, είναι το κινητό που σφυρίζει το εγερτήριο. Εγερτήριο φευγιού, ενός ακόμα μικρού αποχαιρετισμού.

>>>

Συνηθίζω στο ηλεκτρικό φως, έξω πυκνό σκοτάδι ακόμη. Εκτελώ μηχανικά τα απολύτως απαραίτητα, ντύσιμο, πλύσιμο, μια κούπα γάλα στα όρθια, μισό τυροπιτάκι της μπουκιάς καθώς γέρνω στο παραθύρι της κουζίνας να διακρίνω τις σκιές του δρόμου. Με χωρίζουν λίγα λεπτά από την αναχώρηση για το σταθμό. Πιάνω τον εαυτό μου να κοιτά επίμονα το ακατάστατο δωμάτιό μου, που τα τελευταία χρόνια -μέχρι και χθες- φιλοξενούσε τη μικρή μου αδερφή. Τα πράγματά της ακόμα εκεί, μπιχλιμπίδια και κοσμήματα στη βιβλιοθήκη με τα βιβλία μου, οι σημειώσεις της στο κομοδίνο μου, το lap top της πλάι στο πληκτρολόγιό μου, ένα ξεχασμένο αντίτυπο της λίστας των καλεσμένων του γάμου της.

Βαδίζω λίγα μέτρα πιο πέρα μέχρι το κοριτσίστικο δωμάτιο που έχει καταληφθεί προσωρινά από τη φαμίλια της άλλης αδερφής. Σπρώχνω απαλά την πόρτα. Το φωτάκι για τα μωρά απλώνει ένα γλυκό πράσινο φως στο δωμάτιο. Η αδερφή μου, ο γαμπρός μου, στη μέση ο μικρός γερμένος στο πλάι με την πιπίλα στο στόμα και το χεράκι στο μαγουλάκι του. Τριγύρω τους στο κρεβάτι παιχνίδια και παραμύθια. Στα αριστερά μου η κούνια του μπέμπη μ' εκείνον ανάσκελα, όπως πολύ του αρέσει, με το στρόγγυλο κεφαλάκι του να γέρνει στο πλάι. Πότε πότε ανοίγει βουβά το στοματάκι του, κουνώντας ασυνάρτητα τα μικρά παχουλά μπρατσάκια του. Αφήνω τα μάτια μου να ανοιγοκλείσουν δυο φορές και βγαίνω όπως μπήκα. Χαιρετώ βιαστικά τη μάνα και τον πατέρα, ρίχνω άλλη μια παρατεταμένη ματιά στο άδειο δωμάτιο και περνώ την εξώπορτα με το σακίδιο στην πλάτη. Έχω αργήσει.

>>>

«Έχω ξεχάσει την τελευταία φορά που η αυγή με βρήκε στο κρεβάτι» μου 'χε πει με απλότητα κάποτε ο πατέρας. Είχα συγκλονιστεί.

Κι εγώ είχα ξεχάσει πόσο δύσκολος, πόσο αφύσικος είναι ο αποχαιρετισμός τα χαράματα.

>>>

Όταν ξανάρθω θα έχω ξανά το δικό μου δωμάτιο. Θα έχω αν θέλω και δεύτερο δωμάτιο. Μα δεν θα 'χω τους μπέμπηδες να τριγυρνούν στα πόδια μου, να ανοιγοκλείνουν τα συρτάρια μου, να λαχταρούν τις αγκαλιές μου. Δεν θα 'χω τα κορίτσια μου να με ζαλίζουν, να με προσγειώνουν, να με μαλώνουν.

Δεν θα 'χω πια τέτοιες θλιμμένες χαραυγές, των αποχαιρετισμών εκείνες.


[♪] βάλτε τώρα στο background να παίζει η τραγουδάρα
για την οποία σκαρφίστηκα τούτη την -αληθινή κατά τ' άλλα- ανάρτηση [/♪]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου