Χειμώνας / 1998 / Τρίκαλα
Στο χέρι κρατώντας το εισιτήριο με αριθμό 0002, προσπαθώ να διακρίνω τις σκιές των σπιτιών σ' αυτή την αραιοκατοικημένη γειτονιά των Τρικάλων, μέσα από το τζάμι του πίσω δεξιού καθίσματος ενός παλιού Audi, που γουργουρίζει κροταλίζοντας σαν ταξί μες στη νύχτα. Στο μπροστινό κάθισμα ο Λάμπρος. Στο τιμόνι ο κύριος Θανάσης, πατέρας του. Προορισμός οι «Απαρχές», ένα βράδυ που καλά-καλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμη.
>>>
Ήτανε λίγες ημέρες νωρίτερα, ο κύριος Θανάσης καθότανε πίσω από τον πάγκο του παντοπωλείου του στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία. Και μας ανακοίνωνε ότι άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί στο δρόμο για Καλαμπάκα και ότι στην πρώτη του βραδιά θα φέρει τον Πορτοκάλογλου. Και καθόλου εντύπωση δεν μου έκανε που μας είπε περιχαρής ότι ήξερε τους υπευθύνους του μαγαζιού και ότι θα μας εξασφάλιζε δύο εισιτήρια, ένα για τον γιο του, τον Λάμπρο, και ένα για τον συμμαθητή του, γιο του δικού του καθηγητή τα παλιά τα χρόνια στο σχολείο των Σοφάδων. Εμένα.
Τον Πορτοκάλογλου φυσικά και τον ήξερα. Ήδη από τους Φατμέ με το «Ρίσκο», τα «Ψέμματα» και το «Τούνελ», το «Ταξίδι» και τα «Καράβια», τον τόσο αγαπημένο μου «Άσωτο υιό». Χιλιο-ακουσμένα τραγούδια, τα μεσημέρια στο μεγάλο Sanyo του πατέρα που είχα ήδη από το Γυμνάσιο καβαντζώσει στο δωμάτιό μου, τα βράδια στο Sony τρανζιστοράκι που μόλις τότε είχα αποκτήσει και έκρυβα κουκουλωμένος κάτω από τις πολλαπλές κουβέρτες. Συντονισμένο στους 93,6 του δημοτικού ραδιοφώνου Λάρισας και στις «Ροκ Διαδρομές», την εκπληκτικότερη και πιο ονειρεμένη απ' όλες τις εκπομπές που έπαιζαν στη μπάντα των fm εκείνο τον καιρό. Με το δάχτυλο κολλημένο στη ροδέλα της φωνής συνέχεια να ανεβοκατεβαίνει με μετατοπίσεις ακριβείας, σε μια προσπάθεια να απολαύσω τα αγαπημένα μου τραγούδια, χωρίς η ένταση να με προδώσει στο διπλανό δωμάτιο των γονιών. Από τις δέκα το βράδυ ως τις δώδεκα. Κάθε βράδυ.
>>>
Σε λίγο φτάνουμε στο πάρκινγκ του μαγαζιού, την ώρα που ακούμε την τελευταία συμβουλή του κυρίου Θανάση, που θα ερχότανε στο τέλος να μας παραλάβει για την επιστροφή. Προτού πιούμε δεύτερη μπύρα, είπε, να πάμε στην τουαλέτα για κατούρημα. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν θα μας πιάσει ζαλάδα, έλεγε. Βγαίνουμε γοργά, με την έξαψη της αναμενόμενης πρώτης συναυλίας, δίπλα-δίπλα ο Λάμπρος κι εγώ, σπρώχνουμε τη βαριά πόρτα της εισόδου, βουτάμε εντός προθαλάμου. Εκεί μας περιμένει καθιστή μια κομψότατη μελαχρινή και ελαφρώς τα χάνουμε. Μας ζητά τα εισιτήρια. Της δίνω το 0002, ο Λάμπρος το αμέσως προηγούμενο, το πρώτο. Από την κλειστή πόρτα αρχίζει να ακούγεται ο βαρύς ρυθμικός χτύπος της μπότας των ντραμς κι αμέσως ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσο, για να σταματήσουν στα επόμενα δευτερόλεπτα. Η μελαχρινή μας ενημερώνει ότι μέσα γίνεται η τελευταία πρόβα για τον ήχο και ότι θα έπρεπε να περιμένουμε έξω. Εκείνη την ώρα, σαν να μυρίστηκε πρόβλημα, μπαίνει μέσα σαν από μηχανής θεός ο κύριος Θανάσης και με συνοπτικές διαδικασίες σε ύφος εντολών (τα παιδιά θα μπούνε μέσα, τώρα!) μας μπάζει στον κυρίως χώρο. Πάντα είχε τον τρόπο του ο κύριος Θανάσης. Και κατάφερνε το αποτέλεσμα. Και μπήκαμε. Και μάλιστα μας οδήγησε στο δεύτερο πιο κοντινό τραπεζάκι διαγωνίως της σκηνής. Μας κάθισε και έφυγε.
Ψηλό τραπεζάκι, ψηλά σκαμπώ, σαν σταντ σε μπαρ, μια χαρά κατάσταση για ροκ συναυλία. Οι πρόβες ξαναρχίζουν και τώρα παίζουν το «Χωρίς αμορτισέρ» από το soundtrack της τότε πρόσφατης ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, «Βαλκανιζατέρ». Ο Πορτοκάλογλου δεσπόζει στη σκηνή με την ηλεκτρική του κιθάρα, την ώρα που το πόδι του ανεβοκατεβαίνει στην 5απλή πεταλιέρα. Ο ήχος στα παιδικά αυτιά μου είναι απλά τέλειος. Ολοκληρωτικός, μεθυστικός. Τέλειος. Το τραγούδι τελειώνει, οι μουσικοί κατεβαίνουν και έρχονται δίπλα μας ακριβώς. Ένα έτσι να κάνω με το χέρι μου και πιάνω τον ώμο της Ροβένας με την ευαίσθητη σιλουέτα και το λεπτεπίλεπτο δέρμα, με την αισθαντική φωνή της που ζέσταινε την καρδιά μου. Αντίκρυ μου ο Πορτοκάλογλου με τον Τσάκαλο, δίπλα τους ο μπασίστας με το ξεβαμμένο μπερδεμένο μαλλί, της μόδας τότε.
Παραγγείλαμε θυμάμαι από μια μπύρα, πράσινη ο Λάμπρος, μια άμστελ ο φλώρος, στα δεκαεπτά μου.
>>>
Θυμάμαι τα τραγούδια που έπαιξε τότε ένα προς ένα. Κι εμένα που τραγουδούσα όλους τους στίχους. Κι από κοντά ο Λάμπρος και ο Θέμης με τον Χρήστο που μας συντροφεύσανε αργότερα. Και η παραγγελιά που δώσαμε, «Τα καράβια μου καίω», με την κομψή μελαχρινή να προσπαθεί να μας πείσει να ορμήξουμε μπροστά στη σκηνή γιατί το ζήτησε ο Πορτοκάλογλου. Κι εγώ να τελειώνω έναν διαφημιστικό αναπτήρα της Camel, με την καρτουνίστικη καμήλα στο εξώφυλλο, όταν η Ροβένα βγήκε να πει το «Τι σε νοιάζει εσένα», που ακόμη και τώρα ανατριχίλα και ζεστασιά μου φέρνει -ταυτόχρονα- σαν το ακούω, και μοναξιά.
Χειμώνας / 2014 / Ηράκλειο
Δεκαπέντε και πλέον χρόνια πέρασαν από τότε. Οι «Απαρχές» γρήγορα το γύρισαν σε μπουζουκτσίδικο. Πρέπει να υπάρχουν ακόμα, ίσως με άλλο όνομα.
Ο κύριος Θανάσης κίνησε αγέρωχος και καταφερτζής για ομορφότερες πολιτείες, ο Λάμπρος πλέον κρατά επάξια το οικογενειακό παντοπωλείο στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία, η αφεντιά μου κατέληξε στον Νότο.
Το Sanyo εξακολουθεί να στέκει βαρύ και σκονισμένο στο εφηβικό μου γραφείο. Δουλεύει ακόμη σε όλες τις μπάντες παρά τις αμέτρητες ώρες που έχει λειτουργήσει. Καμιά φορά μασάει τις παλιές μου κασέτες, του το συγχωρώ. Το Sony, που τροφοδοτούνταν και από μπαταρίες και από ρεύμα, βρίσκεται παροπλισμένο στο συρτάρι του κομοδίνου. Χάλασε το ποτενσιόμετρο της έντασης, κόλλησε η ροδέλα και δεν έχει έκτοτε επιδιορθωθεί.
Ο δε Πορτοκάλογλου δεν σταμάτησε ποτέ να γυρίζει την Ελλάδα, στο δικό του ταπεινό μουσικό ταξίδι. Πρόλαβα να τον παρακολουθήσω ξανά στο άλσος Παπάγου πέρυσι. Χωρίς εισιτήριο, είχαν εξαντληθεί. Άλλη η χάρη όμως ενός κλειστού χώρου. Σε λίγες ημέρες, ανακοινώθηκε σήμερα, θα επισκεφτεί έναν καινούριο χώρο, τον «Νυν και Αεί», στο Ηράκλειο. Ορίστε λοιπόν, ο ίδιος Πορτοκάλογλου, με μερικούς παραπάνω δίσκους στη μασχάλη, με μπόλικα γκρίζα μαλλιά που κρύβει κάτω απ' το καπέλο του, χωρίς τη Ροβένα και τον Τσάκαλο. Με το γιλέκο του καθωσπρέπει ροκαμπιλά και την κιθάρα του και τα αγαπημένα μου τραγούδια, που ακόμη και τώρα ακούω από το νέο μου κινητό, κουκουλωμένος κάτω από τα παπλώματα. Χωρίς φόβο πια στην ένταση.
Και ένα εισιτήριο, ενθύμιο της δικής μου νιότης, να παραμένει διπλωμένο στον πάτο ενός συρταριού στο γραφείο μου. Με τις υπογραφές του Πορτοκάλογλου και της μπάντας, μας ξέφυγε δυστυχώς η κομψή μελαχρινή που αναζητήσαμε με τον Λάμπρο, θέλαμε να μας υπογράψει κι εκείνη! Το 0002.
Στο χέρι κρατώντας το εισιτήριο με αριθμό 0002, προσπαθώ να διακρίνω τις σκιές των σπιτιών σ' αυτή την αραιοκατοικημένη γειτονιά των Τρικάλων, μέσα από το τζάμι του πίσω δεξιού καθίσματος ενός παλιού Audi, που γουργουρίζει κροταλίζοντας σαν ταξί μες στη νύχτα. Στο μπροστινό κάθισμα ο Λάμπρος. Στο τιμόνι ο κύριος Θανάσης, πατέρας του. Προορισμός οι «Απαρχές», ένα βράδυ που καλά-καλά δεν είχε ξεκινήσει ακόμη.
>>>
Ήτανε λίγες ημέρες νωρίτερα, ο κύριος Θανάσης καθότανε πίσω από τον πάγκο του παντοπωλείου του στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία. Και μας ανακοίνωνε ότι άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί στο δρόμο για Καλαμπάκα και ότι στην πρώτη του βραδιά θα φέρει τον Πορτοκάλογλου. Και καθόλου εντύπωση δεν μου έκανε που μας είπε περιχαρής ότι ήξερε τους υπευθύνους του μαγαζιού και ότι θα μας εξασφάλιζε δύο εισιτήρια, ένα για τον γιο του, τον Λάμπρο, και ένα για τον συμμαθητή του, γιο του δικού του καθηγητή τα παλιά τα χρόνια στο σχολείο των Σοφάδων. Εμένα.
Τον Πορτοκάλογλου φυσικά και τον ήξερα. Ήδη από τους Φατμέ με το «Ρίσκο», τα «Ψέμματα» και το «Τούνελ», το «Ταξίδι» και τα «Καράβια», τον τόσο αγαπημένο μου «Άσωτο υιό». Χιλιο-ακουσμένα τραγούδια, τα μεσημέρια στο μεγάλο Sanyo του πατέρα που είχα ήδη από το Γυμνάσιο καβαντζώσει στο δωμάτιό μου, τα βράδια στο Sony τρανζιστοράκι που μόλις τότε είχα αποκτήσει και έκρυβα κουκουλωμένος κάτω από τις πολλαπλές κουβέρτες. Συντονισμένο στους 93,6 του δημοτικού ραδιοφώνου Λάρισας και στις «Ροκ Διαδρομές», την εκπληκτικότερη και πιο ονειρεμένη απ' όλες τις εκπομπές που έπαιζαν στη μπάντα των fm εκείνο τον καιρό. Με το δάχτυλο κολλημένο στη ροδέλα της φωνής συνέχεια να ανεβοκατεβαίνει με μετατοπίσεις ακριβείας, σε μια προσπάθεια να απολαύσω τα αγαπημένα μου τραγούδια, χωρίς η ένταση να με προδώσει στο διπλανό δωμάτιο των γονιών. Από τις δέκα το βράδυ ως τις δώδεκα. Κάθε βράδυ.
>>>
Σε λίγο φτάνουμε στο πάρκινγκ του μαγαζιού, την ώρα που ακούμε την τελευταία συμβουλή του κυρίου Θανάση, που θα ερχότανε στο τέλος να μας παραλάβει για την επιστροφή. Προτού πιούμε δεύτερη μπύρα, είπε, να πάμε στην τουαλέτα για κατούρημα. Μ' αυτόν τον τρόπο δεν θα μας πιάσει ζαλάδα, έλεγε. Βγαίνουμε γοργά, με την έξαψη της αναμενόμενης πρώτης συναυλίας, δίπλα-δίπλα ο Λάμπρος κι εγώ, σπρώχνουμε τη βαριά πόρτα της εισόδου, βουτάμε εντός προθαλάμου. Εκεί μας περιμένει καθιστή μια κομψότατη μελαχρινή και ελαφρώς τα χάνουμε. Μας ζητά τα εισιτήρια. Της δίνω το 0002, ο Λάμπρος το αμέσως προηγούμενο, το πρώτο. Από την κλειστή πόρτα αρχίζει να ακούγεται ο βαρύς ρυθμικός χτύπος της μπότας των ντραμς κι αμέσως ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσο, για να σταματήσουν στα επόμενα δευτερόλεπτα. Η μελαχρινή μας ενημερώνει ότι μέσα γίνεται η τελευταία πρόβα για τον ήχο και ότι θα έπρεπε να περιμένουμε έξω. Εκείνη την ώρα, σαν να μυρίστηκε πρόβλημα, μπαίνει μέσα σαν από μηχανής θεός ο κύριος Θανάσης και με συνοπτικές διαδικασίες σε ύφος εντολών (τα παιδιά θα μπούνε μέσα, τώρα!) μας μπάζει στον κυρίως χώρο. Πάντα είχε τον τρόπο του ο κύριος Θανάσης. Και κατάφερνε το αποτέλεσμα. Και μπήκαμε. Και μάλιστα μας οδήγησε στο δεύτερο πιο κοντινό τραπεζάκι διαγωνίως της σκηνής. Μας κάθισε και έφυγε.
Ψηλό τραπεζάκι, ψηλά σκαμπώ, σαν σταντ σε μπαρ, μια χαρά κατάσταση για ροκ συναυλία. Οι πρόβες ξαναρχίζουν και τώρα παίζουν το «Χωρίς αμορτισέρ» από το soundtrack της τότε πρόσφατης ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα, «Βαλκανιζατέρ». Ο Πορτοκάλογλου δεσπόζει στη σκηνή με την ηλεκτρική του κιθάρα, την ώρα που το πόδι του ανεβοκατεβαίνει στην 5απλή πεταλιέρα. Ο ήχος στα παιδικά αυτιά μου είναι απλά τέλειος. Ολοκληρωτικός, μεθυστικός. Τέλειος. Το τραγούδι τελειώνει, οι μουσικοί κατεβαίνουν και έρχονται δίπλα μας ακριβώς. Ένα έτσι να κάνω με το χέρι μου και πιάνω τον ώμο της Ροβένας με την ευαίσθητη σιλουέτα και το λεπτεπίλεπτο δέρμα, με την αισθαντική φωνή της που ζέσταινε την καρδιά μου. Αντίκρυ μου ο Πορτοκάλογλου με τον Τσάκαλο, δίπλα τους ο μπασίστας με το ξεβαμμένο μπερδεμένο μαλλί, της μόδας τότε.
Παραγγείλαμε θυμάμαι από μια μπύρα, πράσινη ο Λάμπρος, μια άμστελ ο φλώρος, στα δεκαεπτά μου.
>>>
Θυμάμαι τα τραγούδια που έπαιξε τότε ένα προς ένα. Κι εμένα που τραγουδούσα όλους τους στίχους. Κι από κοντά ο Λάμπρος και ο Θέμης με τον Χρήστο που μας συντροφεύσανε αργότερα. Και η παραγγελιά που δώσαμε, «Τα καράβια μου καίω», με την κομψή μελαχρινή να προσπαθεί να μας πείσει να ορμήξουμε μπροστά στη σκηνή γιατί το ζήτησε ο Πορτοκάλογλου. Κι εγώ να τελειώνω έναν διαφημιστικό αναπτήρα της Camel, με την καρτουνίστικη καμήλα στο εξώφυλλο, όταν η Ροβένα βγήκε να πει το «Τι σε νοιάζει εσένα», που ακόμη και τώρα ανατριχίλα και ζεστασιά μου φέρνει -ταυτόχρονα- σαν το ακούω, και μοναξιά.
Βάλε τώρα να ακούσεις ένα από τα πρόσφατα τραγούδια του Πορτοκάλογλου, «Είναι κανείς εδώ», να περάσουμε στο σήμερα χωρίς τους ιλίγγους και τις ζαλάδες που προκαλούν τα γλυκερά ταξίδια στο χρόνο.
[♪] Καιρός να ξυπνήσεις, να βγεις απ`τη σκιά
[♪] Καιρός να ξυπνήσεις, να βγεις απ`τη σκιά
καιρός να τολμήσεις, καιρός να ζήσεις ξανά [/♪]
[♪] Καιρός να μοιράσεις,απ`την αρχή τα χαρτιά
καιρός να κερδίσεις, καιρός να χάσεις ξανά [/♪]
[♪] Είναι κανείς, είναι κανείς εδώ
την πόρτα μου να σπάσει
είναι κανείς, είναι κανείς εδώ
τα φώτα μου ν' ανάψει [/♪]
Χειμώνας / 2014 / Ηράκλειο
Δεκαπέντε και πλέον χρόνια πέρασαν από τότε. Οι «Απαρχές» γρήγορα το γύρισαν σε μπουζουκτσίδικο. Πρέπει να υπάρχουν ακόμα, ίσως με άλλο όνομα.
Ο κύριος Θανάσης κίνησε αγέρωχος και καταφερτζής για ομορφότερες πολιτείες, ο Λάμπρος πλέον κρατά επάξια το οικογενειακό παντοπωλείο στην οδό Μαυροκορδάτου και Κανάρη γωνία, η αφεντιά μου κατέληξε στον Νότο.
Το Sanyo εξακολουθεί να στέκει βαρύ και σκονισμένο στο εφηβικό μου γραφείο. Δουλεύει ακόμη σε όλες τις μπάντες παρά τις αμέτρητες ώρες που έχει λειτουργήσει. Καμιά φορά μασάει τις παλιές μου κασέτες, του το συγχωρώ. Το Sony, που τροφοδοτούνταν και από μπαταρίες και από ρεύμα, βρίσκεται παροπλισμένο στο συρτάρι του κομοδίνου. Χάλασε το ποτενσιόμετρο της έντασης, κόλλησε η ροδέλα και δεν έχει έκτοτε επιδιορθωθεί.
Ο δε Πορτοκάλογλου δεν σταμάτησε ποτέ να γυρίζει την Ελλάδα, στο δικό του ταπεινό μουσικό ταξίδι. Πρόλαβα να τον παρακολουθήσω ξανά στο άλσος Παπάγου πέρυσι. Χωρίς εισιτήριο, είχαν εξαντληθεί. Άλλη η χάρη όμως ενός κλειστού χώρου. Σε λίγες ημέρες, ανακοινώθηκε σήμερα, θα επισκεφτεί έναν καινούριο χώρο, τον «Νυν και Αεί», στο Ηράκλειο. Ορίστε λοιπόν, ο ίδιος Πορτοκάλογλου, με μερικούς παραπάνω δίσκους στη μασχάλη, με μπόλικα γκρίζα μαλλιά που κρύβει κάτω απ' το καπέλο του, χωρίς τη Ροβένα και τον Τσάκαλο. Με το γιλέκο του καθωσπρέπει ροκαμπιλά και την κιθάρα του και τα αγαπημένα μου τραγούδια, που ακόμη και τώρα ακούω από το νέο μου κινητό, κουκουλωμένος κάτω από τα παπλώματα. Χωρίς φόβο πια στην ένταση.
Και ένα εισιτήριο, ενθύμιο της δικής μου νιότης, να παραμένει διπλωμένο στον πάτο ενός συρταριού στο γραφείο μου. Με τις υπογραφές του Πορτοκάλογλου και της μπάντας, μας ξέφυγε δυστυχώς η κομψή μελαχρινή που αναζητήσαμε με τον Λάμπρο, θέλαμε να μας υπογράψει κι εκείνη! Το 0002.
[♪] Καιρός να παλέψεις του χρόνου τη φθορά
καιρός να διαλέξεις, καιρός ν' αρχίσεις ξανά [/♪]