* του Α. Τσέχωφ
Αυτή, όπως κατηγορηματικά διαβεβαιώνουν οι γονείς και οι προϊστάμενοί μου, γεννήθηκε πριν από μένα. Δεν ξέρω αν έχουν ή όχι δίκιο, εκείνο που γνωρίζω μόνο είναι ότι δε θυμάμαι ούτε μία ημέρα της ζωής μου που να μην της ανήκει και να μην ένιωθα την εξουσία της πάνω μου.
Δεν με εγκαταλείπει ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας ∙ δεν αναφέρω καν το πώς σέρνομαι για να ξεφύγω από αυτή -η σχέση μας πάει να πει είναι δυνατή, στερεή.
Μα, μη ζηλεύετε νεαρή αναγνώστρια!
Η συγκινητική αυτή σχέση δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από τη δυστυχία. Πρώτον, η δική «μου», χωρίς να με αφήνει μόνο μου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, δεν με αφήνει να ασχοληθώ με το έργο μου. Με εμποδίζει να διαβάσω, να γράψω, να κάνω περιπάτους, να απολαύσω τη φύση. Γράφω τις γραμμές αυτές, ενώ εκείνη σπρώχνει διαρκώς τον αγκώνα μου, σαν την αρχαία Κλεοπάτρα τον όχι λιγότερο αρχαίο Αντώνιο, με τραβάει στο θεωρείο. Δεύτερον, με καταστρέφει σαν γαλλίδα κοκότα. Εξαιτίας της αφοσίωσής της έχω θυσιάσει τα πάντα: τη σταδιοδρομία, τη δόξα, την άνεση… Για χάρη της κυκλοφορώ γδυτός, ζω σε ένα φτηνό δωμάτιο, τρώω ανοησίες, γράφω με χαλασμένη μελάνη.
Όλα, όλα τα καταβροχθίζει, η αχόρταγη! Τη μισώ, την περιφρονώ!
Από καιρό έπρεπε να τη χωρίσω, μα δεν τη χώρισα μέχρι σήμερα γιατί οι μοσχοβίτες δικηγόροι ζητούν τέσσερις χιλιάδες ως αμοιβή για το διαζύγιο. Προς το παρόν δεν έχουμε παιδιά…
Θέλετε να μάθετε το όνομα της; Παρακαλώ. Είναι ποιητικό και θυμίζει τη Λίλη, τη Λέλα, τη Νέλη…
Την λένε Τεμπελιά.
Αυτή, όπως κατηγορηματικά διαβεβαιώνουν οι γονείς και οι προϊστάμενοί μου, γεννήθηκε πριν από μένα. Δεν ξέρω αν έχουν ή όχι δίκιο, εκείνο που γνωρίζω μόνο είναι ότι δε θυμάμαι ούτε μία ημέρα της ζωής μου που να μην της ανήκει και να μην ένιωθα την εξουσία της πάνω μου.
Δεν με εγκαταλείπει ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας ούτε κατά τη διάρκεια της νύχτας ∙ δεν αναφέρω καν το πώς σέρνομαι για να ξεφύγω από αυτή -η σχέση μας πάει να πει είναι δυνατή, στερεή.
Μα, μη ζηλεύετε νεαρή αναγνώστρια!
Η συγκινητική αυτή σχέση δεν μου προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από τη δυστυχία. Πρώτον, η δική «μου», χωρίς να με αφήνει μόνο μου ούτε τη μέρα ούτε τη νύχτα, δεν με αφήνει να ασχοληθώ με το έργο μου. Με εμποδίζει να διαβάσω, να γράψω, να κάνω περιπάτους, να απολαύσω τη φύση. Γράφω τις γραμμές αυτές, ενώ εκείνη σπρώχνει διαρκώς τον αγκώνα μου, σαν την αρχαία Κλεοπάτρα τον όχι λιγότερο αρχαίο Αντώνιο, με τραβάει στο θεωρείο. Δεύτερον, με καταστρέφει σαν γαλλίδα κοκότα. Εξαιτίας της αφοσίωσής της έχω θυσιάσει τα πάντα: τη σταδιοδρομία, τη δόξα, την άνεση… Για χάρη της κυκλοφορώ γδυτός, ζω σε ένα φτηνό δωμάτιο, τρώω ανοησίες, γράφω με χαλασμένη μελάνη.
Όλα, όλα τα καταβροχθίζει, η αχόρταγη! Τη μισώ, την περιφρονώ!
Από καιρό έπρεπε να τη χωρίσω, μα δεν τη χώρισα μέχρι σήμερα γιατί οι μοσχοβίτες δικηγόροι ζητούν τέσσερις χιλιάδες ως αμοιβή για το διαζύγιο. Προς το παρόν δεν έχουμε παιδιά…
Θέλετε να μάθετε το όνομα της; Παρακαλώ. Είναι ποιητικό και θυμίζει τη Λίλη, τη Λέλα, τη Νέλη…
Την λένε Τεμπελιά.
* Από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη.