Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Ευγνωμοσύνη

 

Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα 5 το πρωί

Δε σου γράφω πραγματικά ώρα 5 το πρωί, αλλά τέτοια ώρα είναι που τα σκέφτομαι, όσο συντονίζω τα πόδια μου σε ένα γοργό τρέξιμο. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Πετώντας την ανακύκλωση στον αντίστοιχο κάδο, γλυκές μυρουδιές από τον διπλανό φούρνο υπερκάλυψαν την ξηρή μπόχα των σκουπιδιών. Αναμενόμενο να είναι ξύπνιος ο φούρναρης, να ζυμώνει, να ψήνει τις πρώτες λιχουδιές.

Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη, βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό

Δε θυμάμαι να με κοίταξα σήμερα το πρωί. Τι πρωί σου λεω, νύχτα ήταν ακόμη. Δεν ξέρω τι πρόσωπο θα αντίκριζα αν με έβλεπα. Ίσως απορημένο για την αναγκαιότητα του ξυπνήματος. Τρέχω στις στράτες της γειτονιάς, τα ρυθμικά βήματα αντιλαλούν στους τοίχους των σπιτιών. Στο πέρασμά μου ανάβουν αυτόματα φώτα στις πυλοτές, θυμίζουν κάτι από τη χθεσινή φαντασμαγορία με τα led στον τελικό των εκατό μέτρων στο Παρίσι. Δεν οραματίζομαι τέτοιους ένδοξους αγώνες, ο τερματισμός στο Καλλιμάρμαρο περιέχει αρκετή δόξα για να τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα μου.

Μα τι είναι αυτό που ακούω πίσω μου, δεν είναι η ηχώ του δικού μου περπατήματος. Γυρνώ λοξά το κεφάλι και βλέπω άλλον έναν δρομέα. Μα τέτοια ώρα! Παραξενεύομαι. Για εκείνον, η δική μου ανωμαλία μου μοιάζει λογική. Έτσι με χαρακτήρισε πρόσφατα ένας φίλος, όταν απέρριψα βόλτα στη θάλασσα για να προλάβω το σαββατιάτικο long run. Συγκινούμαι, είναι η απρογραμμάτιστη σύναξη των ανώμαλων δρομέων, έξι το πρωί στις γειτονιές, στα στενά. Οι αγουροξυπνημένοι γείτονες με κοιτάζουν παράξενα, μάλλον σχηματίζουν στη νωθρή σκέψη τους τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Το μόνο πράγμα που 'χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ

Χαράζει η αυγή. Λατρεμένε μου Ιζζό, η αυγή δεν είναι ψευδαίσθηση της ομορφιάς του κόσμου. Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος όσο η ψυχή μας, ειτε χαράζει είτε δειλιάζει. Τώρα καταλαβαίνω τον τραγουδό που δε βρίσκει τίποτα όρθιο σ' αυτόν τον κόσμο, παρά εσένα. Εσένα εαυτέ μου, που δειλιάζω να σε δω στον καθρέφτη, γιατί δεν ξέρω τι ασχήμια θ' αντικρίσω. Αυτό βοά παρακλητικά η φωνή του, να μ' αγαπάς ψυχή μου, εσύ μου 'μεινες πια.

Δε φοβάμαι να σταθώ μπροστά στο είδωλό μου. Ευγνωμοσύνη ψυχούλα μου, που είσαι τόσο όμορφη όσο η αυγή και το δείλι του κόσμου. Ευγνωμοσύνη και για σένα που δυόμιση χρόνια μάταια περιμένεις να γράψω μια αράδα στο σημειωματάριό μου, και για σένα που συντροφεύεις υπομονετικά τόσα χρόνια τα τρεξίματά μου κι ευγενικά μου θυμίζεις κάθε φορά τι ο Χαλ λέει. Και φυσικά, για σένα που πια κρατάς την άκρη του κουβαριασμένου νήματος, μετρώντας ένα ένα τα μέτρα, στη δαιδαλώδη πορεία της ζωής μας.

Επιστροφή προς το σπίτι. Μια γάτα έπεσε απ' την ελιά όπου λούφαζε, τρομαγμένη από τον βηματισμό μου. Με περιμένει πλύσιμο, πρωινό, βάρδια. Ξημέρωσε.