Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ευχαριστία

 

Το μικρό κορίτσι περιμένει δίπλα στην ωραία πύλη. Οι πιστοί περνούν και κοινωνούν με τη σειρά από τον ιερέα που έχει βγει εδώ και κάμποση ώρα με το άγιο ποτήριο. Η αδερφή της, καναδυό χρόνια μεγαλύτερη από εκείνη, στέκεται δίπλα της και της μιλά, της χαμογελά, την παροτρύνει. Η νεαρή μητέρα τους παρατηρεί διακριτικά από απόσταση. Η ουρά τελειώνει, σε λίγο θα σχολάσει ο παπάς.

Κάθε Κυριακή εκτυλίσσεται το ίδιο σκηνικό, με παρόμοιο σενάριο. Το μικρό κορίτσι παραστέκει της θείας κοινωνίας και τελευταία στιγμή, όταν όλοι έχουν περάσει, εκείνο αποφασίζει αν θα προσέλθει ή όχι. Αυθόρμητα, πηγαία, χωρίς πίεση των οικείων της. Η κινητική της ιδιαιτερότητα, όπως και μια ελαφριά νοητική ξεγνοιασιά, δεν την εμποδίζουν· έχει συνείδηση πού βρίσκεται και τι κάνει.

Η ουρά όμως τελείωσε, ο πατήρ Ανδρέας γυρίζει προς τη νεαρή παρουσία. Τη γνωρίζει και την περιμένει. Εκείνη κάνει κίνηση προς τα πίσω, κουνάει το κεφάλι αρνητικά, δεν είναι μάλλον η μέρα της. Ο ιερέας σκεπάζει τα τίμια δώρα, εκφωνώντας «Σώσον Κύριε τον λαόν σου..»· κάνει μεταβολή και ανεβαίνει τα σκαλάκια προς το ιερό.

Και τότε πετάγεται ευθύς μπροστά η μικρούλα, στήνεται ευθυτενής και ανοίγει το στόμα.

Αυτή που πανηγυρίζει είναι η αδερφή της, που κατόπιν την αγκαλιάζει και τη φιλά όλο ενθουσιασμό και αγάπη. Έρχονται μαζί στη διπλανή μου θέση όπου βρίσκεται ο πατέρας τους· του ανακοινώνουν το κατόρθωμά τους, κι εκείνος τις δίνει από ένα στοργικό φιλί επιβράβευσης. Δι ευχών. Η αδερφή της -και πάλι στήριγμα- την αγκαλιάζει από πίσω, της πιάνει το δεξί χέρι και τη βοηθάει να σταυρωθεί. Χαμογελούν, λάμπουν.

Κάθε Κυριακή η ίδια ιστορία, το ίδιο κάλεσμα· διαφορετική η ανταπόκριση. Πώς μιλάς, Χριστέ μου, στα πλάσματά σου, πώς ψιθυρίζεις το κάλεσμά σου! Μυστηριωδώς, ανεξιχνίαστα, μυστικώς. Κι όμως ξεκάθαρα και, κυρίως, με τόση απλότητα. Πες μας κι εμάς που ξεμάθαμε να ακούμε..



Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Ευγνωμοσύνη

 

Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα 5 το πρωί

Δε σου γράφω πραγματικά ώρα 5 το πρωί, αλλά τέτοια ώρα είναι που τα σκέφτομαι, όσο συντονίζω τα πόδια μου σε ένα γοργό τρέξιμο. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Πετώντας την ανακύκλωση στον αντίστοιχο κάδο, γλυκές μυρουδιές από τον διπλανό φούρνο υπερκάλυψαν την ξηρή μπόχα των σκουπιδιών. Αναμενόμενο να είναι ξύπνιος ο φούρναρης, να ζυμώνει, να ψήνει τις πρώτες λιχουδιές.

Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη, βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό

Δε θυμάμαι να με κοίταξα σήμερα το πρωί. Τι πρωί σου λεω, νύχτα ήταν ακόμη. Δεν ξέρω τι πρόσωπο θα αντίκριζα αν με έβλεπα. Ίσως απορημένο για την αναγκαιότητα του ξυπνήματος. Τρέχω στις στράτες της γειτονιάς, τα ρυθμικά βήματα αντιλαλούν στους τοίχους των σπιτιών. Στο πέρασμά μου ανάβουν αυτόματα φώτα στις πυλοτές, θυμίζουν κάτι από τη χθεσινή φαντασμαγορία με τα led στον τελικό των εκατό μέτρων στο Παρίσι. Δεν οραματίζομαι τέτοιους ένδοξους αγώνες, ο τερματισμός στο Καλλιμάρμαρο περιέχει αρκετή δόξα για να τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα μου.

Μα τι είναι αυτό που ακούω πίσω μου, δεν είναι η ηχώ του δικού μου περπατήματος. Γυρνώ λοξά το κεφάλι και βλέπω άλλον έναν δρομέα. Μα τέτοια ώρα! Παραξενεύομαι. Για εκείνον, η δική μου ανωμαλία μου μοιάζει λογική. Έτσι με χαρακτήρισε πρόσφατα ένας φίλος, όταν απέρριψα βόλτα στη θάλασσα για να προλάβω το σαββατιάτικο long run. Συγκινούμαι, είναι η απρογραμμάτιστη σύναξη των ανώμαλων δρομέων, έξι το πρωί στις γειτονιές, στα στενά. Οι αγουροξυπνημένοι γείτονες με κοιτάζουν παράξενα, μάλλον σχηματίζουν στη νωθρή σκέψη τους τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Το μόνο πράγμα που 'χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ

Χαράζει η αυγή. Λατρεμένε μου Ιζζό, η αυγή δεν είναι ψευδαίσθηση της ομορφιάς του κόσμου. Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος όσο η ψυχή μας, ειτε χαράζει είτε δειλιάζει. Τώρα καταλαβαίνω τον τραγουδό που δε βρίσκει τίποτα όρθιο σ' αυτόν τον κόσμο, παρά εσένα. Εσένα εαυτέ μου, που δειλιάζω να σε δω στον καθρέφτη, γιατί δεν ξέρω τι ασχήμια θ' αντικρίσω. Αυτό βοά παρακλητικά η φωνή του, να μ' αγαπάς ψυχή μου, εσύ μου 'μεινες πια.

Δε φοβάμαι να σταθώ μπροστά στο είδωλό μου. Ευγνωμοσύνη ψυχούλα μου, που είσαι τόσο όμορφη όσο η αυγή και το δείλι του κόσμου. Ευγνωμοσύνη και για σένα που δυόμιση χρόνια μάταια περιμένεις να γράψω μια αράδα στο σημειωματάριό μου, και για σένα που συντροφεύεις υπομονετικά τόσα χρόνια τα τρεξίματά μου κι ευγενικά μου θυμίζεις κάθε φορά τι ο Χαλ λέει. Και φυσικά, για σένα που πια κρατάς την άκρη του κουβαριασμένου νήματος, μετρώντας ένα ένα τα μέτρα, στη δαιδαλώδη πορεία της ζωής μας.

Επιστροφή προς το σπίτι. Μια γάτα έπεσε απ' την ελιά όπου λούφαζε, τρομαγμένη από τον βηματισμό μου. Με περιμένει πλύσιμο, πρωινό, βάρδια. Ξημέρωσε.