Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Σπορά

«Μπορούν τα τραγούδια ν' αλλάξουν τον κόσμο;»

«Τον κόσμο δεν τον αλλάζουν τα τραγούδια. Τον αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι περνάνε νόμους, εξεγείρονται, ακούνε τον Θεό και πράττουν αναλόγως. Ο άνθρωποι επινοούν, σκοτώνουν, κάνουν παιδιά, αρχίζουν πολέμους. Που γεννά το ερώτημα: Ποιος ή τι επηρεάζει τη σκέψη των ανθρώπων που αλλάζουν τον κόσμο; Η απάντησή μου είναι: Οι ιδέες και τα συναισθήματα. Που γεννά το ερώτημα: Από πού προέρχονται οι ιδέες και τα συναισθήματα; Η απάντησή μου είναι: Απ' τους άλλους. Απ' την καρδιά και το μυαλό. Απ' τον Τύπο. Απ' τις τέχνες. Απ' τις ιστορίες. Και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, απ' τα τραγούδια».

«Τα τραγούδια. Τα τραγούδια, που σαν τις πικραλίδες αιωρούνται στον χώρο και στον χρόνο. Ποιος ξέρει πού θα πέσουν; Ή τι θα φέρουν; Πού θα σταθούν αυτοί οι σπόροι; Είναι η Παραβολή του Σπορέα. Συχνά, συνήθως, πέφτουν σε στέρφο χώμα και δεν ριζώνουν. Μερικές φορές όμως πέφτουν σε ένα μυαλό που είναι έτοιμο. Που είναι γόνιμο. Τι συμβαίνει τότε; Συμβαίνουν οι ιδέες και τα συναισθήματα. Χαρά, παρηγοριά, συμπόνια. Βεβαιότητα. Καθαρτήρια θλίψη. Η ιδέα ότι η ζωή θα μπορούσε, θα έπρεπε, να είναι καλύτερη. Μια πρόσκληση να μπεις στη θέση κάποιου άλλου για λίγο. Αν ένα τραγούδι φυτέψει μια ιδέα ή ένα συναίσθημα σε έναν νου, έχει ήδη αλλάξει τον κόσμο».

* David Mitchell, Utopia Avenue, εκδ. Μεταίχμιο

 

 

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

Ελευθερία

«Η ελευθερία είναι γραμμένη σε όλο το μήκος αυτής της ιστορίας. Τι δεν είναι ελευθερία· δεν είναι τζινγκλάκι, δεν είναι σλόγκαν, δεν είναι ύμνος, δεν είναι λάιφ στάιλ, δεν είναι ναρκωτικό, δεν είναι στάτους σίμπολ. Δεν είναι καν η εξουσία».

«Τι είναι η ελευθερία· είναι εσωτερική· είναι περιορισμένη· είναι εύθραυστη· είναι ένα ταξίδι. Είναι κάτι που εύκολα σ' το κλέβουν. Δεν είναι εγωιστική. Δεν δέχεται διαταγές. Μόνο όσοι δεν είναι ελεύθεροι τη βλέπουν. Η ελευθερία είναι αγώνας. Η ελευθερία είναι στον αγώνα. Όπως Παράδεισος είναι ο δρόμος για τον Παράδεισο, ίσως ελευθερία να είναι ο δρόμος για την ελευθερία».

* David Mitchell, Utopia Avenue, εκδ. Μεταίχμιο.

 

 

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ευχαριστία

 

Το μικρό κορίτσι περιμένει δίπλα στην ωραία πύλη. Οι πιστοί περνούν και κοινωνούν με τη σειρά από τον ιερέα που έχει βγει εδώ και κάμποση ώρα με το άγιο ποτήριο. Η αδερφή της, καναδυό χρόνια μεγαλύτερη από εκείνη, στέκεται δίπλα της και της μιλά, της χαμογελά, την παροτρύνει. Η νεαρή μητέρα τους παρατηρεί διακριτικά από απόσταση. Η ουρά τελειώνει, σε λίγο θα σχολάσει ο παπάς.

Κάθε Κυριακή εκτυλίσσεται το ίδιο σκηνικό, με παρόμοιο σενάριο. Το μικρό κορίτσι παραστέκει της θείας κοινωνίας και τελευταία στιγμή, όταν όλοι έχουν περάσει, εκείνο αποφασίζει αν θα προσέλθει ή όχι. Αυθόρμητα, πηγαία, χωρίς πίεση των οικείων της. Η κινητική της ιδιαιτερότητα, όπως και μια ελαφριά νοητική ξεγνοιασιά, δεν την εμποδίζουν· έχει συνείδηση πού βρίσκεται και τι κάνει.

Η ουρά όμως τελείωσε, ο πατήρ Ανδρέας γυρίζει προς τη νεαρή παρουσία. Τη γνωρίζει και την περιμένει. Εκείνη κάνει κίνηση προς τα πίσω, κουνάει το κεφάλι αρνητικά, δεν είναι μάλλον η μέρα της. Ο ιερέας σκεπάζει τα τίμια δώρα, εκφωνώντας «Σώσον Κύριε τον λαόν σου..»· κάνει μεταβολή και ανεβαίνει τα σκαλάκια προς το ιερό.

Και τότε πετάγεται ευθύς μπροστά η μικρούλα, στήνεται ευθυτενής και ανοίγει το στόμα.

Αυτή που πανηγυρίζει είναι η αδερφή της, που κατόπιν την αγκαλιάζει και τη φιλά όλο ενθουσιασμό και αγάπη. Έρχονται μαζί στη διπλανή μου θέση όπου βρίσκεται ο πατέρας τους· του ανακοινώνουν το κατόρθωμά τους, κι εκείνος τις δίνει από ένα στοργικό φιλί επιβράβευσης. Δι ευχών. Η αδερφή της -και πάλι στήριγμα- την αγκαλιάζει από πίσω, της πιάνει το δεξί χέρι και τη βοηθάει να σταυρωθεί. Χαμογελούν, λάμπουν.

Κάθε Κυριακή η ίδια ιστορία, το ίδιο κάλεσμα· διαφορετική η ανταπόκριση. Πώς μιλάς, Χριστέ μου, στα πλάσματά σου, πώς ψιθυρίζεις το κάλεσμά σου! Μυστηριωδώς, ανεξιχνίαστα, μυστικώς. Κι όμως ξεκάθαρα και, κυρίως, με τόση απλότητα. Πες μας κι εμάς που ξεμάθαμε να ακούμε..



Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Ευγνωμοσύνη

 

Σου γράφω πάλι από ανάγκη, η ώρα 5 το πρωί

Δε σου γράφω πραγματικά ώρα 5 το πρωί, αλλά τέτοια ώρα είναι που τα σκέφτομαι, όσο συντονίζω τα πόδια μου σε ένα γοργό τρέξιμο. Δεν έχει ξημερώσει ακόμα. Πετώντας την ανακύκλωση στον αντίστοιχο κάδο, γλυκές μυρουδιές από τον διπλανό φούρνο υπερκάλυψαν την ξηρή μπόχα των σκουπιδιών. Αναμενόμενο να είναι ξύπνιος ο φούρναρης, να ζυμώνει, να ψήνει τις πρώτες λιχουδιές.

Κοιτάζοντας μες στον καθρέφτη, βλέπω ένα πρόσωπο γνωστό

Δε θυμάμαι να με κοίταξα σήμερα το πρωί. Τι πρωί σου λεω, νύχτα ήταν ακόμη. Δεν ξέρω τι πρόσωπο θα αντίκριζα αν με έβλεπα. Ίσως απορημένο για την αναγκαιότητα του ξυπνήματος. Τρέχω στις στράτες της γειτονιάς, τα ρυθμικά βήματα αντιλαλούν στους τοίχους των σπιτιών. Στο πέρασμά μου ανάβουν αυτόματα φώτα στις πυλοτές, θυμίζουν κάτι από τη χθεσινή φαντασμαγορία με τα led στον τελικό των εκατό μέτρων στο Παρίσι. Δεν οραματίζομαι τέτοιους ένδοξους αγώνες, ο τερματισμός στο Καλλιμάρμαρο περιέχει αρκετή δόξα για να τροφοδοτεί με οξυγόνο το αίμα μου.

Μα τι είναι αυτό που ακούω πίσω μου, δεν είναι η ηχώ του δικού μου περπατήματος. Γυρνώ λοξά το κεφάλι και βλέπω άλλον έναν δρομέα. Μα τέτοια ώρα! Παραξενεύομαι. Για εκείνον, η δική μου ανωμαλία μου μοιάζει λογική. Έτσι με χαρακτήρισε πρόσφατα ένας φίλος, όταν απέρριψα βόλτα στη θάλασσα για να προλάβω το σαββατιάτικο long run. Συγκινούμαι, είναι η απρογραμμάτιστη σύναξη των ανώμαλων δρομέων, έξι το πρωί στις γειτονιές, στα στενά. Οι αγουροξυπνημένοι γείτονες με κοιτάζουν παράξενα, μάλλον σχηματίζουν στη νωθρή σκέψη τους τον ίδιο χαρακτηρισμό.

Το μόνο πράγμα που 'χει μείνει όρθιο στον κόσμο είσαι εσύ

Χαράζει η αυγή. Λατρεμένε μου Ιζζό, η αυγή δεν είναι ψευδαίσθηση της ομορφιάς του κόσμου. Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος όσο η ψυχή μας, ειτε χαράζει είτε δειλιάζει. Τώρα καταλαβαίνω τον τραγουδό που δε βρίσκει τίποτα όρθιο σ' αυτόν τον κόσμο, παρά εσένα. Εσένα εαυτέ μου, που δειλιάζω να σε δω στον καθρέφτη, γιατί δεν ξέρω τι ασχήμια θ' αντικρίσω. Αυτό βοά παρακλητικά η φωνή του, να μ' αγαπάς ψυχή μου, εσύ μου 'μεινες πια.

Δε φοβάμαι να σταθώ μπροστά στο είδωλό μου. Ευγνωμοσύνη ψυχούλα μου, που είσαι τόσο όμορφη όσο η αυγή και το δείλι του κόσμου. Ευγνωμοσύνη και για σένα που δυόμιση χρόνια μάταια περιμένεις να γράψω μια αράδα στο σημειωματάριό μου, και για σένα που συντροφεύεις υπομονετικά τόσα χρόνια τα τρεξίματά μου κι ευγενικά μου θυμίζεις κάθε φορά τι ο Χαλ λέει. Και φυσικά, για σένα που πια κρατάς την άκρη του κουβαριασμένου νήματος, μετρώντας ένα ένα τα μέτρα, στη δαιδαλώδη πορεία της ζωής μας.

Επιστροφή προς το σπίτι. Μια γάτα έπεσε απ' την ελιά όπου λούφαζε, τρομαγμένη από τον βηματισμό μου. Με περιμένει πλύσιμο, πρωινό, βάρδια. Ξημέρωσε.

 

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2022

ου τόπος

«Σημασία έχει να πηγαίνεις εκεί που σου λέει η ψυχή σου».

«Η δική σου τι σου λέει;»

«Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Η κατοικία της ψυχής ου τόπος, αυτό να το θυμάσαι».

«Η φωνή της όμως έρχεται από κάποια κατεύθυνση, δεν μπορώ να τη φανταστώ αλλιώς».

«Έχω καταλάβει ότι όλος ο αγώνας της ζωής μας είναι πώς θα βρούμε ένα κόσκινο που θα διαχωρίζει τα πρόσκαιρα και τα ευτελή από εκείνα που έχουν πραγματική αξία. Εκεί που νομίζεις πως έχεις βρει το σωστό κόσκινο κι ενώ βλέπεις όλος χαρά το αλεύρι να πέφτει κάτω από τη σήτα πλούσιο στη σκάφη, όταν έρθει η ώρα να φας το ψωμί, νιώθεις στα δόντια σου πετραδάκια. Πού πήγε λοιπόν το ξεδιάλεγμα;»

«Όλα αυτά που μου λες είναι φιλοσοφία ή απλώς θλίψη;»

«Απλή άγνοια, γιατί φοβάμαι πως τα αιώνια αιωνίως θα μας διαφεύγουν».

 

* Από το μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού, Περί της εαυτού ψυχής, εκδ. Πατάκης 



Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

χαριτωμένη αυθάδεια

Εκείνη κάνει μια χειρονομία, μια ωραία χειρονομία, από αυτές που δεν ξεχνάς όταν τις έχεις δει από κοντά κι έχεις αισθανθεί το αίμα να χτυπάει στους κροτάφους σου. Μια χειρονομία που έκανε και η μητέρα μου όταν ζεσταινόταν. Μια χειρονομία της επαρχίας· βύθισε τα δάχτυλά της στο ποτήρι με το νερό και ύστερα χάιδεψε το σημείο ανάμεσα στα στήθη της, εκεί όπου λιμνάζει ο ιδρώτας· σαν να ήθελε να ξεπλυθεί. Μια χειρονομία ενστικτώδης, μιας και έχει την ίδια αυθάδεια με το να βάζεις το δάχτυλό σου στη μύτη ή να βγάζεις ένα κομματάκι κρέας ανάμεσα από τα δόντια σου.

* Roberto Saviano, Το αντίθετο του θανάτου, εκδ. Πατάκης.



Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

λίγο ακόμα μείνε

 

Είναι κι αυτές οι αχόρταγες μνήμες που καλπάζουν σαν κρικρί σε απόκρημνες πλαγιές των Λευκών Ορέων, όταν βρίσκομαι ξανά σε γνώριμα μέρη, όταν περπατώ στις ίδιες γωνιές, δίνοντας πρόσωπο σε ανώνυμες σκιές πριν τις ρουφήξει το σκοτάδι.

Είναι κι αυτές οι αχόρταγες μνήμες που απλώνονται σαν παχιά ομίχλη σε υγρή κοιλάδα ένα παγωμένο βράδυ του χειμώνα. Σαν αίμα πηχτό σε σκηνή φόνου που ξεφεύγει απ' το περίγραμμα του κορμιού ή σαν το σοκολατούχο γάλα που σκόρπισα στο γραφείο μου προχθές και στάλα στάλα λέκιαζε το λευκό πάτωμα.

Είναι κι αυτές οι αχόρταγες μνήμες που μπλέκουν το υφάδι τους με το στημόνι των ποιητών. Και κάπως έτσι, στον ιστορικό Κήπο Café, ανάμεσα στους γέρικους φίκους και τις λιμνούλες με τα παπιά, έσμιξε ο Άλκης Αλκαίος με τον Bob Dylan και τη δική σου σκιά.

Μείνε ακόμα λίγο, μέχρι που να ξεφύγω
και κράτησέ με αν θες όσο κρατάει ένας καφές.
One more cup of coffee for the road
One more cup of coffee 'fore I go..
Μα μείνε ακόμα λίγο, αχόρταγη μνήμη, κράτα λίγο ακόμη, όσο κρατάει ένας καφές στα όρθια, για το δρόμο. Όσο ένα τσιγάρο που τώρα ανάβει ή ένα σπίρτο, έστω, που ήδη μαυρίζει την κόκκινη καύτρα του.

Μείνε ακόμ..